Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σταφυλήν

См. также в других словарях:

  • σταφυλήν — σταφυλή bunch of grapes fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφύλην — σταφύλη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • грездъ — ГРЕЗД|Ъ (2*), А с. Виноград, виноградная гроздь: Аште кыи еп(с)пъ. ли по(п). чресъ г҃нѥ повелѣниѥ на жрьтвѹ прине сеть. ины нѣкы˫а къ жьртвьникѹ. ли медъ. ли млеко. ли въ вина мѣсто олъ състроѥнъ. ли птица, ли сочива чресъ повелѣниѥ. да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιγεμίζω — ἐπιγεμίζω (Α) φορτώνω («ἐπιγεμίζοντες ἐπὶ τοὺς ὄνους καὶ οἶνον καὶ σταφυλήν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… …   Dictionary of Greek

  • σταφυλοτομία — η, ΝΜΑ, και σταφυλητομία Α χειρουργική αφαίρεση ή τομή τής σταφυλής νεοελλ. εγχείρηση εκτομής σταφυλώματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. staphylotomie (< σταφυλήν + τομία < τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»