-
1 σταφυλήν
σταφυλήbunch of grapes: fem acc sg (attic epic ionic) -
2 σταφύλην
σταφύληfem acc sg (attic epic ionic) -
3 ἁγίασμα
-ατος + τό N 3 9-7-11-14-26=67 Ex 15,17; 25,8; 28,36; 29,6.34*Zech 7,3 τὸ ἁγίασμα the holy (offering)?-נזר/ה? for MT הנזר (inf. ni.) keeping abstentions; *Lv 25,5 σταφυλὴν τοῦ ἁγιάσματος grapes of your holy offering?-נזרך ענבי for MT נזירך ענבי grapes singled out, withheld from cultivation? or grapes of your nazir?neol.?Cf. HARLÉ 1988 178-181. 197 (Lv 25,5); →NIDNTT -
4 σταφυλή
-ῆς + ἡ N 1 12-3-6-1-9=31 Gn 40,10.11; 49,11; Lv 25,5; Nm 6,3(bunch of) grapes Gn 40,10*Ez 36,8 ὑμῶν τὴν σταφυλήν your grapes-ענביכם for MT ענפכם your branches -
5 θειλοπεδεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θειλοπεδεύω
-
6 ἀγγέριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγέριος
-
7 ἐκθλίβω
A squeeze out, Arist.HA 578b4, 626a20, Epicur.Ep.2p.50U., Nic.Al. 626:—[voice] Pass., Arist.HA 522a20 ; to be forced from one's position, Plu.Sull.19.2 [voice] Pass., to be crowded, cramped, of troops, X.An.3.4.19.4 Gramm., elide a letter at the beginning or end of a word,οὐ γὰρ οἷόν τε εὑρέσθαι τὸ ῡ -όμενον A.D.Conj.228.17
, cf. D.H.Dem.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκθλίβω
-
8 ἐπιδρέπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδρέπω
-
9 ἀγερρακάβος
Grammatical information: m.Meaning: σταφυλή H.Other forms: ἀγγεράκομον σταφυλήν H. ; ἀγράκαβος σταφυλή Η.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Latte rejects two of these forms (how to decide which?), as does Fur. 221. I think this is not allowed. The word is anyhow Pre-Greek, like many words concerning wine (e.g. ἀρασχάδες); note the element - αβ-. The - ε- is a prop vowel, Fur. 378ff. (thus these forms are real forms); variation α\/ο and β\/μ are well known (thus these are not mistakes); the γγ may be prenasalization, one of the clearest characteristics of Pre-Greek words (thus the form is real).Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγερρακάβος
-
10 ὄρον
Grammatical information: ?Meaning: σκεῦός τι γεωργικὸν ὡς Ἰσαῖος (fr. 5)...μήποτε μέντοι τὸ ὄρον παρά τε Αἰσχύλῳ καὶ παρὰ Μενάνδρῳ σημαίνει ᾧ την πεπατημένην σταφύλην πιέζουσι (Harp. 139) so the piece of wood with which one crushes the bunches of raisins; also for olives (Poll. 7, 150); cf. SEG 11, 244.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρον
См. также в других словарях:
σταφυλήν — σταφυλή bunch of grapes fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφύλην — σταφύλη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
грездъ — ГРЕЗД|Ъ (2*), А с. Виноград, виноградная гроздь: Аште кыи еп(с)пъ. ли по(п). чресъ г҃нѥ повелѣниѥ на жрьтвѹ прине сеть. ины нѣкы˫а къ жьртвьникѹ. ли медъ. ли млеко. ли въ вина мѣсто олъ състроѥнъ. ли птица, ли сочива чресъ повелѣниѥ. да… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιγεμίζω — ἐπιγεμίζω (Α) φορτώνω («ἐπιγεμίζοντες ἐπὶ τοὺς ὄνους καὶ οἶνον καὶ σταφυλήν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… … Dictionary of Greek
σταφυλοτομία — η, ΝΜΑ, και σταφυλητομία Α χειρουργική αφαίρεση ή τομή τής σταφυλής νεοελλ. εγχείρηση εκτομής σταφυλώματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. staphylotomie (< σταφυλήν + τομία < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα … Dictionary of Greek