-
1 σταφιδευταῖος
A of dried grapes,=στεμφυλίτης, τρύγες Hp.Morb.3.17
; [full] σταφίδιοι οἶνοι raisin wines, ibid.; [full] σταφιδίτηςοἶνος Orib.Fr.19
, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφιδευταῖος
-
2 ἀσταφίς
ἀσταφίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `dried grapes, raisins' (Hdt.); σταφὶς ἀγρία `stavesacre, Delphinium Staphisagria' (Hp.), s. André, Lex. s.v. pedicularia herba.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like κεδρίς, κεφαλίς and other parts or products of plants. The stem recalls σταφυλή `grapes'. A typical substr. word, with prothesis and variation α\/ο (though the form without initial vowel may be a late loss).Page in Frisk: 1,169-170Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσταφίς
См. также в других словарях:
σταφιδίτης — ο, ΝΜΑ (ενν. οίνος) κρασί από σταφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, ίδος + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σταφιδίτης — ο είδος κρασιού που γίνεται από ξερή σταφίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… … Dictionary of Greek
σταφίδιος — ον, Α [σταφίς, ίδος] φρ. «σταφίδιος οἶνος» ο σταφιδίτης … Dictionary of Greek