Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σταυροῖσι

См. также в других словарях:

  • σταυροῖσι — σταυρός upright pale masc dat pl (epic ionic aeolic) σταυρόω fence with pales pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) σταυρόω fence with pales pres subj act 3rd sg (epic) σταυρόω fence with pales pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»