-
1 στατηριαῖος
στατηριαῖος, vom Werth eines στατήρ, richtigere Form für στατηρίδιος, Theopomp. bei Poll. 9, 59.
-
2 στατηριαῖος
στατηριαῖος, vom Wert eines στατήρ
См. также в других словарях:
στατηριαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα 2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] … Dictionary of Greek
στατηριαίας — στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem acc pl στατηριαίᾱς , στατηριαῖος worth a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)