-
1 στασιάσαι
-
2 στασιᾶσαι
-
3 στασιάσαι
στασιά̱σᾱͅ, στασιάζωto be at variance: fut part act fem dat sg (doric)στασιάζωto be at variance: aor inf actστασιάσαῑ, στασιάζωto be at variance: aor opt act 3rd sg -
4 αὐλίκουροι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλίκουροι
См. также в других словарях:
στασιάσαι — στασιά̱σᾱͅ , στασιάζω to be at variance fut part act fem dat sg (doric) στασιάζω to be at variance aor inf act στασιάσαῑ , στασιάζω to be at variance aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιᾶσαι — στασιάζω to be at variance fut part act fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… … Dictionary of Greek