-
1 στασιωτείαι
-
2 στασιωτεῖαι
См. также в других словарях:
στασιωτεῖαι — στασιωτεία state of faction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 στασιωτείαι
2 στασιωτεῖαι
στασιωτεῖαι — στασιωτεία state of faction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)