-
1 στασιωτεια
-
2 στασιωτεία
στασιωτεία, ἡ, Neigung od. Sucht eines Menschen, Aufruhr u. Parteiungen zu machen; Andoc. 4, 8; Plat. Legg. IV, 715 b VIII, 832 c, Ggstz πολιτεία.
-
3 στασιωτεία
στασιωτεία, ἡ, Neigung od. Sucht eines Menschen, Aufruhr u. Parteiungen zu machen -
4 στασιωτεία
στᾰσι-ωτεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στασιωτεία
-
5 στασιωτείας
στασιωτείᾱς, στασιωτείαstate of faction: fem acc plστασιωτείᾱς, στασιωτείαstate of faction: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 στασιωτείαις
στασιωτείαstate of faction: fem dat pl -
7 στασιωτείαι
-
8 στασιωτεῖαι
См. также в других словарях:
στασιωτεία — ἡ, [στασιώτης] κατάσταση στάσεων και αναταραχών … Dictionary of Greek
στασιωτείας — στασιωτείᾱς , στασιωτεία state of faction fem acc pl στασιωτείᾱς , στασιωτεία state of faction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιωτεῖαι — στασιωτεία state of faction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιωτείαις — στασιωτεία state of faction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)