Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στασιασμός

См. также в других словарях:

  • στασιασμός — raising of sedition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιασμός — ὁ, Α [στασιάζω] υποκίνηση σε στάση, σε εξέγερση …   Dictionary of Greek

  • στασιασμοῦ — στασιασμός raising of sedition masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιασμούς — στασιασμός raising of sedition masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιασμόν — στασιασμός raising of sedition masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»