-
1 σταμάτημα
-
2 σταμάτημα
[стаматима] ουσ. о. остан авливанис, задержание, остановка, задержка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σταμάτημα
-
3 σταμάτημα
[стаматима] ουσ ο остан авливанис, задержание, остановка, задержка. -
4 σταμάτημα
cessation -
5 durdurma
σταμάτημα, κράτημα -
6 durma
σταμάτημα, κατάπαυση -
7 приостановка
-и θ.σταμάτημα προσωρινό, ανακοπή, αναστολή αναχαίτιση•приостановка работ προσωρινό σταμάτημα των εργασιών•
приостановка военных действий σταμάτημα προσωρινό των πολεμικών επιχειρήσεων•
приостановка кровотечения πρόχειρο σταμάτημα της αιμορραγίας.
-
8 прекращение
-я ουδ.διακοπή, σταμάτημα, παύση, κατάπαυση• τερματισμός•прекращение военных действий σταμάτημα των εχθροπραξιών•
прекращение работы σταμάτημα της εργασίας.
-
9 затор
-
10 прекращение
прекращениес ἡ κατάπαυση [-ις], ἡ παύση [-ις], τό σταμάτημα / ἡ διακοπή (отношений и т. п.):\прекращение военных действий ἡ κατάπαυση τών (πολεμικών) ἐπιχειρήσεων \прекращение работы τό σταμάτημα τής ἐργασίας. -
11 выключение
-я ουδ.1. αποκλεισμός.2. διακοπή, σταμάτημα, αποσύνδεση•выключение тока διακοπή του ηλεκτρ. ρεύματος•
выключение мотора σταμάτημα του μοτέρ.
-
12 остановка
-и θ.1. σταμάτημα•остановка поезда тормозом σταμάτημα του τρένου με φρένο.
2. παύση, διακοπή.3. κατάλυση, παραμονή.4. στάση•остановка автобусов στάση λεωφορείων•
концная остановка η τελευταία στάση, το τέρμα.
|| απόσταση μεταξύ δύο στάσεων.εκφρ.остановка за кем-чем – δε φτάνει, δεν αρκεί λείπει, δεν υπάρχει. -
13 выбег
- частоты η ολίσθηση της συχνότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выбег
-
14 выключение
1. (исключение) η διαγραφή 2. (приостановка, перерыв) η διακοπήη αποσύνδεση, η αποσύμπλεξηη αποσύζευξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выключение
-
15 выход
1. (место выхода) η έξοδοςзапасный (в зданиях) - κινδύνου, εφεδρική -пожарный - κινδύνου/πυρκαγιάς2. (объём или количество конечного продукта) η παραγωγή 3. (геол., горн.) η εμφάνιση (στρώματος, επιφανειακή) 4. вчт. η έξοδος 5. (в космос) η έξοδος στο διάστημα 6. (из строя) η παύση/το σταμάτημα λόγω βλάβης 7. (за установленные пределы) η υπέρβαση (των προκαθορισμένων παραμέτρων) 8. (способ, решение) η λύση, η έξοδος 9. театр. η εμφάνιση (στη σκηνή) 10. (о книге, статье) η έκδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выход
-
16 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
17 замораживание
1. (замерзание) η (κα-τά)ψύξη, το πάγωμα* быстрое - ταχεία - 2. (приостановление развития чего-л.) το σταμάτημα, η καθήλωση, το πάγωμα 3. (неис-пользование чего-л.) η μη χρησιμοποίηση, η νέκρωση, эк. η ακινητοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замораживание
-
18 застопоривание
το σταμάτημα, η ασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > застопоривание
-
19 остановка
1. (прекращение работы, действия чего-л.) το σταμάτημα, η στάση, η παύση 2. (перерыв, пауза) η παύση, η διακοπή 3. (трансп.) η στάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > остановка
-
20 отказ
1. (отрицательный ответ) η άρνηση, η απόρριψη 2. (остановка механизма вследствие порчи) η αστοχία, το σταμάτημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отказ
См. также в других словарях:
σταμάτημα — και σταμάτισμα, το, Ν [σταματώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σταματώ, παύση, στάση (α. «σταμάτημα τής καρδιάς» β. «σταμάτημα τής μηχανής» γ. «σταμάτημα τής βροχής») 2. εξαναγκασμός σε παύση, σε στάση («σταμάτημα τών ληστών από τους… … Dictionary of Greek
σταμάτημα — το 1. παύση κίνησης ή λειτουργίας: Δεν ήταν εύκολο το σταμάτημα του αφηνιασμένου αλόγου. – Σταμάτημα της μηχανής. 2. αναχαίτιση, παρεμπόδιση: Στάθηκε αδύνατο το σταμάτημα των εχθρικών δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance … Wikipedia
τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… … Dictionary of Greek
Ion Dragoumis — Íon Dragoúmis Pour les articles homonymes, voir Dragoumis. Íon Dragoúmis (en grec : Ίων Δραγούμης) était un diplomate, homme politique et écrivain nationaliste grec, né à Athènes le 15 septembre (2 septembre julien) 1878, et décédé le 31… … Wikipédia en Français
Íon Dragoúmis — Pour les articles homonymes, voir Dragoumis. Íon Dragoúmis (en grec : Ίων Δραγούμης) était un diplomate, homme politique et écrivain nationaliste grec, né à Athènes le 15 septembre (2 septembre julien) 1878, et décédé le 31 juillet julien)… … Wikipédia en Français
Драгумис, Ион — Ион Драгумис греч. Ίων Δραγούμης … Википедия
έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… … Dictionary of Greek
έφεξις — ἔφεξις, ἡ (Α) [επέχω] 1. αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση (κατά τον Ησύχ.) «ἔφεξις χάριν, ἕνεκα, ἐποχήν, πρόφασιν» («τοῡ δ ἔφεξιν, ὦ μάταιε, ταῡτα δρᾱν σε βούλεται;» για ποιό λόγο, με ποιά δικαιολογία, ανόητε, θέλει να σού κάνει αυτά;… … Dictionary of Greek
αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι … Dictionary of Greek