-
1 σταλτικής
-
2 σταλτικῆς
См. также в других словарях:
σταλτικῆς — σταλτικός capable of staunching fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σταλτικής
2 σταλτικῆς
σταλτικῆς — σταλτικός capable of staunching fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)