-
1 σταθμοδοτης
См. также в других словарях:
σταθμοδότης — ὁ, Α βαθμοφόρος που ήταν αρμόδιος να καθορίζει καταλύματα για τους στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός «κατάλυμα» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης] … Dictionary of Greek
σταθμοδότην — σταθμοδότης quartermaster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμοδοσία — ἡ, Α [σταθμοδότης] η κατανομή τών στρατιωτών στα διάφορα καταλύματα … Dictionary of Greek
σταθμοδοτώ — έω, Α [σταθμοδότης] κατανέμω τους στρατιώτες σε καταλύματα … Dictionary of Greek