Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σταθμοδότης

См. также в других словарях:

  • σταθμοδότης — ὁ, Α βαθμοφόρος που ήταν αρμόδιος να καθορίζει καταλύματα για τους στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός «κατάλυμα» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης] …   Dictionary of Greek

  • σταθμοδότην — σταθμοδότης quartermaster masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοδοσία — ἡ, Α [σταθμοδότης] η κατανομή τών στρατιωτών στα διάφορα καταλύματα …   Dictionary of Greek

  • σταθμοδοτώ — έω, Α [σταθμοδότης] κατανέμω τους στρατιώτες σε καταλύματα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»