Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σταθμάρχης

  • 1 σταθμάρχης

    [статмархис] ουσ. а. начальник станции, (στρατ.) начальник поста,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σταθμάρχης

  • 2 начальник

    начальник м о διοικητής, ο διευθυντής· \начальник станции о σταθμάρχης* \начальник отдела о διευθυντής του τμήματος
    * * *
    м
    ο διοικητής, ο διευθυντής

    нача́льник ста́нции — ο σταθμάρχης

    нача́льник отде́ла — ο διευθυντής του τμήματος

    Русско-греческий словарь > начальник

  • 3 дежурный

    дежу́р||ный
    1. прил τής ὑπηρεσίας, ἐφημερεύων, \дежурныйный врач ὁ ἐφημερεύων ίατρός· \дежурныйная аптека τό δια-νυκτερεΰον φαρμακείο· ◊ \дежурныйное блюдо τό φαγητό τής ήμέρας1
    2. м ὁ τής ὑπηρεσίας:
    \дежурныйный по станции ὁ σταθμάρχης τής ὑπηρεσίας.

    Русско-новогреческий словарь > дежурный

  • 4 начальник

    начальни||к
    м ὁ προϊστάμενος, ὁ διευθυντής:
    \начальник отдела ὁ τμηματάρχης· \начальник гарнизона ὁ φρούραρχος· \начальник штаба ὁ ἐπιτε-λάρχης· \начальник станции ὁ σταθμάρχης· он мой \начальник εἶναι προϊστάμενος μου.

    Русско-новогреческий словарь > начальник

  • 5 станция

    станц||ия
    ж ὁ σταθμός:
    конечная \станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· метеорологическая \станция ὁ μετεωρολογικός σταθμός· атомная \станция ὁ ἀτομικός σταθμός· ремо́нтно-техни́ческая \станция σταθμός ἐπισκευής γεωργικών μηχανών телефонная \станция τό τηλεφωνικό κέντρο· начальник \станцияни ὁ σταθμάρχης.

    Русско-новогреческий словарь > станция

  • 6 дежурный

    επ.
    1. της υπηρεσίας, εφημερεύων•

    дежурный врач γιατρός της υπηρεσίας•

    дежурный офицер αξιωματικός της υπηρεσίας•

    дежурный магазин διανυκτερεύον κατάστημα•

    -ая аптека διανυκτερεύον φαρμακείο•

    -ая телефонистка διανυκτερεύουσα τηλεφωνήτρια.

    || ως ουσ. ο υπάλληλος•

    дежурный по станции ο σταθμάρχης της υπηρεσίας.

    2. ουσ. θ. -ая δωμάριο της υπηρεσίας.
    3. έτοιμος για χρήση, πρόχειρος, εφεδρικός•

    -ое блгодо в ресторане εφεδρικό πιάτο φαγητού στο εστιατόριο.

    Большой русско-греческий словарь > дежурный

  • 7 дистанция

    θ.
    1. απόσταση• διάστημα.
    2. σταθμός•

    начальник -и ο διοικητής του σταθμού, σταθμάρχης (μεταφορικών μέσων).

    εκφρ.
    сойти с -и – παραιτούμαι (βγαίνω) από το αγώνισμα δρόμου.

    Большой русско-греческий словарь > дистанция

  • 8 комендант

    α.
    1. διοικητής•

    комендант крепости διοικητής φρουρίου•

    комендант города στρατιωτικός διοικητής πόλης, φρούραρχος•

    комендант гарнизона διοικητής φρουράς•

    комендант лагеря διοικητής στρατοπέδου.

    2. σταθμάρχης στρατιωτικός (ρυθμιστής κίνησης στρατευμάτων και οχημάτων).
    3. επιστάτης (θεάτρου, φυλακών κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > комендант

  • 9 начальник

    α.
    -ца, -ы θ διοικητής, αρχηγός• προϊστάμενος• διευθυντής• υπεύθυνος -
    гарнизона διοικητής της φρουράς (φρούραρχος)•

    -штаба αρχηγός του επιτελείου (επιλάρχης)•

    начальник армии αρχηγός του στρατού - отдела (отделения) διευθυντής τμήματος (τμηματάρχης)•

    начальник станции σταθμάρχης.

    Большой русско-греческий словарь > начальник

См. также в других словарях:

  • σταθμάρχης — ο 1. προϊστάμενος σιδηροδρομικού σταθμού: Ο σταθμάρχης σφύριξε για να αναχωρήσει το τρένο. 2. διοικητής επαρχιακού αστυνομικού σταθμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθμάρχης — ο, Ν προϊστάμενος σε σταθμό, σιδηροδρομικό, αυτοκινήτων κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • σταθμαρχείο — το, Ν το οίκημα όπου εργάζεται ή και κατοικεί σταθμάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre …   Wikipedia

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • -αινα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ανδρωνυμικών κυρίως ονομάτων τής ΝΕ (πρβλ. Γιώργης Γιώργ αινα, Κώστας Κώστ αινα, Βασίλης Βασίλ αινα κ.τ.ό., καθώς και γιατρός γιάτρ αινα, τσαγγάρης τσαγγάρ αινα, σταθμάρχης σταθμάρχ αινα κ.τ.ό.), που δηλώνουν τη σύζυγο… …   Dictionary of Greek

  • στασιάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. (παλαιότερα) σταθμάρχης σιδηροδρομικού σταθμού αρχ. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος, στασίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τελωνοσταθμάρχης — ο, Ν προϊστάμενος τελωνειακού σταθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης / τελωνείο + σταθμάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

  • σταθμαρχείο — το γραφείο ή οίκημα στο οποίο εργάζεται ο σταθμάρχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»