Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σταθηρότης

См. также в других словарях:

  • σταθηρότης — ότητος, ἡ, Α βλ. σταθερότητα …   Dictionary of Greek

  • σταθερότητα — η / σταθερότης, ητος, ΝΜΑ, και σταθηρότης Α [σταθερός] η ιδιότητα του σταθερού, το να είναι κάτι σταθερό, πάγιο, μόνιμο νεοελλ. 1. (μετεωρ.) κατάσταση τής ατμόσφαιρας κατά την οποία τα στρώματα τών αέριων μαζών διαδέχονται το ένα το άλλο κατά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»