-
1 σταδίῳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σταδίῳ
-
2 προσελλειπω
1) недоставать, не хвататьτὰ προσελλείποντα Diod. — нехватка, недостающее
2) оставлять непройденнымπ. τῶ σταδίῳ στάδιον Anth. — из стадия оставить непройденным стадий (же) (шутл. о неудачливом бегуне)
-
3 σταδιον
τό (pl. тж. οἱ στάδιοι)1) стадий ( мера длины = 184.97 м)(σ. Ὀλυμπικόν Her., Polyb.)
ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος Arph. — опередивший на сто стадиев2) стадий, ристалище ( так как ристалище в Олимпии имело один стадий в длину)τὸ σ. ἀγωνίζεσθαι Her., Xen. и ἁμιλλᾶσθαι Plat. — состязаться в беге;
τὸ σ. νικᾶν Xen. — победить в беге;στάδια χλοερὰ στείβειν ποδοῖν Eur. — плясать на зеленых ристалищах, т.е. лужайках;ὅ ἐν ξιλίνῳ σταδίῳ πόλεμος Anth. — сражение на деревянном ристалище, т.е. шахматная или шашечная игра
См. также в других словарях:
σταδίω — στάδιον stade neut nom/voc/acc dual στάδιον stade neut gen sg (doric aeolic) στάδιος standing fast and firm masc/neut nom/voc/acc dual στάδιος standing fast and firm masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδίῳ — στάδιον stade neut dat sg στάδιος standing fast and firm masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδίωι — σταδίῳ , στάδιον stade neut dat sg σταδίῳ , στάδιος standing fast and firm masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
επικόκκουρος — ἐπικόκκουρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ παρατηρητὴς ἐν σταδίῳ» … Dictionary of Greek
προσελλείπω — Α [ἐλλείπω] 1. (κυρίως για νωθρό δρομέα) μένω ακόμη πίσω («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον» ο Μάρκος έμεινε πίσω κατά ολόκληρο το μήκος τού δρόμου, Λουκίλλ.) 2. υπολείπομαι, χρειάζομαι ακόμη ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ… … Dictionary of Greek
ЕВФИМИЯ ВСЕХВАЛЬНАЯ — († нач. IV в.), вмц. Халкидонская (пам. 16 сент., 11 июля), пострадала при имп. Диоклетиане. Год ее смерти неизвестен, возможно 303 или 304 г. Сохранилось большое количество анонимных редакций Мученичества Е. В. (в основном неизданные).… … Православная энциклопедия