-
1 προσελλειπω
1) недоставать, не хвататьτὰ προσελλείποντα Diod. — нехватка, недостающее
2) оставлять непройденнымπ. τῶ σταδίῳ στάδιον Anth. — из стадия оставить непройденным стадий (же) (шутл. о неудачливом бегуне)
См. также в других словарях:
υστερώ — όω, Μ υστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε όω]. ὑστερῶ, έω, ΝΜΑ [ὕστερος] 1. καθυστερώ, αργοπορώ 2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου 3. (α. «υστερεί τού αδελφού της ως προς τη μνήμη» β.… … Dictionary of Greek