-
1 σταδαίον
-
2 σταδαῖον
См. также в других словарях:
σταδαῖον — σταδαῖος standing erect masc acc sg σταδαῖος standing erect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.) 2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ τού συστάδην σε ανοιχτό πεδίο β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» σώμα σταθερό, που… … Dictionary of Greek