-
1 στίχος
[стихос] ουσ. а. стих, строка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στίχος
-
2 стих
-
3 пентаметр
литер. о πεντάμετρος (στίχος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пентаметр
-
4 стих
литер. о στίχος, белый - ανομοιοκατάληκτοςстихи мн. литер. τα ποιήματα, τα στιχουργήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стих
-
5 линия
линияж в разн. знач. ἡ γραμμή, ὁ στίχος, ἡ σειρά:прямая \линия ἡ εὐθεϊα γραμμἤ автоматическая \линия συστοιχία αὐτόματων μηχανών трамвайная \линия ἡ γραμμή τοδ τραμ, ἡ τροχιοδρομική γραμμή· \линия партии ἡ γραμμή τοῦ κόμματος· \линия прицела воен. ἡ σκοπευτική γραμμή· \линия обороны ἡ ἀμυντική γραμμή· \линия поведения ἡ διαγωγή. -
6 стих
стихм1. (стихотворная строка) ὁ στίχος:белый \стих οἱ ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι·2. \стихи́ мн. τά ποιήματα:писать \стихй γράφω ποιήματα, στιχουργώ. -
7 хорей
хорейм лит. ὁ χορείος, ὁ τροχαίος στίχος. -
8 стих
[στίχ] ουσ. α. στίχος -
9 хорей
[χαριέϊ] ουσ. α. (λογοτ.) τροχαίος στίχος, χορείος -
10 стих
[στίχ] ουσ α στίχος -
11 хорей
[χαριέϊ] ουσ α (λογοτ) τροχαίος στίχος, χορείος -
12 акцентный
-
13 александрийский
επ.αλεξανδρινός•александрийский стих Ο αλεξανδρινός στίχος (ο δωδεκασύλλαβος)•
-лист; александрийский стручок σέννα (καθαρτικό από φύλλα κάσιας).
-
14 амфибрахий
-я α.αμφίβράχης(-χυς) στίχος. -
15 ионийские
κ. ионический1επ. ιωνικός•диалект ιωνική διάλεκτος•
ионийские стих ιωνικός στίχος•
- ордер (αρχτ.) ιωνικός ρυθμός.
-
16 кантата
-ы θ.καντάδα (μουσική ή στίχος). -
17 кованый
επ.1. σφυρήλατος.2. σιδερόδετος•-сундук σιδερόδετο σουντούκι.
3. πεταλωμένος, καλιγωμένος. || (για υποδήματα) με σιδεράκια.4. επεξεργασμένος, δουλευμένος•стих δουλευμένος στίχος.
-
18 концевой
επ.τελικός, τελευταίος•концевой стих ο τελευταίος στίχος•
-я строки η τελευταία σειρά.
-
19 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
20 многостопный
επ. (φιλγ.) στίχος με πολλά πόδια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στίχος — row masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
στίχος — ο 1. μια σειρά σε ένα κείμενο: Στις εξετάσεις δόθηκε ένα αρχαίο κείμενο 15 στίχων. 2. γραμμή ποιήματος: Κάθεστροφή αυτού του ποιήματος αποτελείται από τρεις στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχός — στίξ row fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα … Dictionary of Greek
καρκινικός (στίχος) — καρκινικός (στίχος), ο που μπορεί να διαβαστεί κι απ την αρχή κι από το τέλος, όπως «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεξανδρινός στίχος — Με τον όρο αυτό παρέμεινε στη γαλλική ποίηση η μορφή του δωδεκασύλλαβου στίχου, που χρησιμοποίησε ο ποιητής Αλεξάντρ Ντι Μπερνέ, ο επιλεγόμενος Παρισινός, όταν τον 12o αι. διασκεύασε σε ηρωικούς δωδεκασύλλαβους το γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα του… … Dictionary of Greek
ενδεκασύλλαβος — Στίχος έντεκα συλλαβών. Ο στίχος αυτός σπανίζει στα βυζαντινά κείμενα, αλλά είναι πολύ διαδεδομένος στα νεοελληνικά από τον 15o αι. Χρησιμοποιήθηκε από τον Χορτάτση, τον Μπουνιαλή κ.ά. και, στους νεότερους χρόνους, από τον Διονύσιο Σολωμό. Ο ε.… … Dictionary of Greek
δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… … Dictionary of Greek
δεκατρισύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από δεκατρείς συλλαβές. Ο στίχος αυτός πρωτοεμφανίστηκε στη νεοελληνική ποίηση της καθαρεύουσας, προϋπήρχε όμως στην ανώνυμη δημοτική ποίηση. Κόβεται στην έβδομη συλλαβή και αποτελείται από δύο ημιστίχια, ένα επτασύλλαβο… … Dictionary of Greek
επτασύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από επτά συλλαβές. Ο στίχος αυτός σπανίζει στη νεοελληνική ποίηση, τον χρησιμοποίησαν όμως οι I. Γρυπάρης και Ζ. Παπαντωνίου. * * * η, ο (Μ ἑπτασύλλαβος, ον) αυτός που αποτελείται από επτά συλλαβές (α. «επτασύλλαβος στίχος» … Dictionary of Greek