-
1 выжать
выжать 1-жму, -жмешьρ.σ.μ.1. εκθλίβω, εκπιέζω χυμό. || στίβω, ξεζουμίζω•выжать лимон στίβω το λιμόνι•
выжать белье στίβω τα ρούχα.
|| μτφ. κατεξαντλώ οικονομικά.2. διώχνω, βγάζω έξω με σπρωξιές•его -ли из очереди σπρώχνοντας τον έβγαλαν από τη σειρά.
3. σηκώνω•он -ал левой рукой 50 кг. αυτός σήκωσε με το αριστερό χέρι 50 κιλά.
εκθλίβομαι, στίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.выжать 2-жну, -жнешьρ.σ.μ.θερίζω. -
2 выжимать
1. (выдавливать) εκθλίβω, στίβω, ξεζουμίζω 2. (выпускать жидкость, влагу) στραγγίζω, στίβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выжимать
-
3 выжать
-
4 давить
-
5 выжимать
выжиматьнесов1. (выдавливать) ἐκπιέζω, ἐκθλίβω, στίβω, ξεζουμίζω, ζύ-φω/ πατῶ (виноград)·2. (выкручивать) στραγγίζω, στίβω, ἀποξηραίνὠ3. спорт, (гирю, штангу) σηκώνω, αίρω (βάρη, ἀλτήρες)· ◊ \выжимать со́ки ξεζουμίζω, ἐξαντλώ, ἐξουθενῶ· \выжимать деньги · из кого-л. χαρατσώνω κάποιον, ἀποσπῶ χρήματα ἀπό κάποιον. -
6 жать
жать Iнесов1. (давить, стискивать) πιέζω, σφίγγω, ζουλῶ:\жать ру́ку σφίγγω τό χέρι·2. (быть тесным) στενεύω, στενοχωρώ:ту́фли жмут (μέ) στενέβουν τά παπούτσια· воротничок мне жмет μέ σφίγγει ὁ γιακάς·3. (выдавливать, выжимать) στίβω, στραγγίζω, πατώ:\жать виноград πατῶ τά σταφύλια· \жать сок из лимона στίβω τό λεμόνι· \жать масло στραγγίζω τό βούτυρο.жать IIнесов (рожь и т. п.) θερίζω. -
7 выдавить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. εκθλίβω, αποθλίβω, εκπιέζω, στίβω, ξεζουμίζω•выдавить лимон στίβω το λεμόνι,
μτφ. πνίγω, με δυσκολία συγκρατώ• καταπίνω•выдавить слезы καταπίνω τα δάκρυα•
выдавить смех, улыбку μέ δυσκολία συγκρατώ το γέλιο, το χαμόγελο•
из него ни слова не -ишь απ’ αυτόν δε βγάζεις ούτε λέξη.
2. πιέζοντας κατασπάζω, συντρίβω, γκρεμίζω.3. еивыдавить τυπώνω ανάγλυφα.1. εκθλίβομαι, εκπιέζομαι, στίβομαι, ξεζουμίζομαι.2. κατασπάζομαι, συντρίβομαι, γκρεμίζομαι από την πίεση.3. εκτυπώνομαι ανάγλυφα. -
8 жать
жать 1жму, жмешь, ρ.δ.μ.1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•жать руку σφίγγω το χέρι•
жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.
|| στηρίζω γερά•жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.
|| συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.2. στενεύω•туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•
воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.
3. στίβω, εκθλίβω•жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•
жать виноград πατώ τα σταφύλια•
жать масло βγάζω λάδι.
4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).
5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).
1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.
|| συνωστίζομαι.2. σφίγγομαι, κολλώ•ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•
он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.
3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.
4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.
жать 2жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.θερίζομαι. -
9 обжать
-
10 выдавливать
1. (выжимать) στίβωεκθλίβωεκπιέζωσυνθλίβωζουλώ2. (на прессе) κάνω σκάλισμα/συμπιέζω (μέσω πρέσας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдавливать
-
11 выдавить
выдавитьсов, выдавливать несов1. (выжимать) στίβω, ἐκθλίβω, ἐκπιέζω, συνθλίβω, ζουλώ·2. перен κάνω, βγάζω κάτι μέ τό ζόρι:выдавить улыбку χαμογελώ μέ τό ζόρι· выдавить слезу́ βγάζω μέ τό ζόρι Ενα δάκρυ·3. (выломать) ρίχνω, γκρεμίζω:\выдавить стекло́ а) σπάζω τό τζάμι (оконное), б) σπάζω τά γυαλιά (очков). -
12 выдавливать
[βυντάβλιβατ*] ρ. στίβω -
13 выдавливать
[βυντάβλιβατ'] ρ στίβω -
14 выкрутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкрученный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. στρίβω, συστρίβω, κλώθω.2. ξεστρίβω, ξεβιδώνω.3. (απλ.) στίβω (ρούχα). || εξαρθρώνω, βγάζω, στραμπουλίζω.ξεστρίβομαι, ξεβιδώνομαι. || μτφ. βγαίνω, απαλλάσσομαι, ξεφεύγω, διαφεύγω, γλυτώνω. -
15 давить
давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•
житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.
|| μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.
|| μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.
|| μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.
2. σφίγγω, στενεύω•воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•
сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.
|| μτφ. αισθάνομαι βάρος•-ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•
-ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.
3. πνίγω, στραγγαλίζω•лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.
4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•давить клопов ζουπώ τους κοριούς.
|| πατώ, θανατώνω•транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.
5. °"τίβω•давить лимон στίβω το λεμόνι.
1. πνίγομαι•давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.
|| μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.5. πατιέμαι στίβομαι. -
16 нажать
нажать 1-жму, -жмёшьρ.σ.1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•нажать кнопку πατώ το κουμπί.
2. θλίβω, πατώ• στίβω.3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.4. μτφ. εξασκώ πίεση.5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.
|| επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.εκφρ.нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.нажать 2-жну, -жнёшьρ.σ.μ.θερίζω. -
17 пережать
См. также в других словарях:
στίβω — Ν βλ. στείβω … Dictionary of Greek
στιβώ — (I) έω, ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, περπατώ, βαδίζω 2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.). (II) όω, Α 1. θλίβω, καταθλίβω 2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω*… … Dictionary of Greek
στίβω — βλ. στύβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιβῶ — στιβάζω tread upon fut ind act 1st sg (attic epic ionic) στιβέω tread pres subj act 1st sg (attic epic doric) στιβέω tread pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβω — στίβος trodden way masc nom/voc/acc dual στίβος trodden way masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβῳ — στίβος trodden way masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβωι — στίβῳ , στίβος trodden way masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβωσις — ώσεως, ἡ, Α [στιβῶ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιβώ (II) 2. κολασμός … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
αστίβητος — ἀστίβητος, ον (AM) ο αστιβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος] … Dictionary of Greek