-
1 στίβι
στίβιstibium: neut nom /voc /acc sg -
2 στίβι
-
3 στῖβι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στῖβι
-
4 στίβι
-ιος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Jer 4,30stibium, powdered antimony used for eye-painting; neol.Cf. WALTERS 1973 104.305-306 -
5 ἐγχρίω
+ V 0-0-1-0-4=5 Jer 4,30; Tob 6,9; TobBA 11,8; TobS 2,10to anoint Tob 6,9ἐὰν ἐγχρίσῃ στίβι τοὺς ὀφθαλμούς σου if you adorn your eyes with stibium Jer 4,30→NIDNTT; TWNT -
6 γυναικεῖος
γῠναικ-εῖος, α, ον A. Ch. 630 (lyr.), also ος, ον ib. 878, E.IA 233 (lyr.): [dialect] Ion. [suff] γῠναικ-ήιος, η, ον: ([etym.] γυνή):—A of or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; ;ἔργα Hdt.4.114
; ; σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γ.αἰδοῖον, τόποι, χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; [full] κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; leucorrhoea,Id.
2.43;γονόρροια Aret.SD2.11
;ἰατρός Sor.2.3
;γ. ἀγορά Thphr.Char.2.9
; ἡγ. θεός, = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γ. πόλεμος war with women, AP7.352 (Mel.(?)).2 in bad sense, womanish, effeminate,πένθος Archil.9.10
; ;μαθήματα Pl.Alc.1.127a
;γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Id.R. 469d
. Adv.-είως, πικραίνεσθαι Id.Lg. 731d
;ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54
;διακεῖσθαι D.C.38.18
.II as Subst.,1 ἡ γυναικεία, [dialect] Ion. -ηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11.b ἡ γ. (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10.c lochia, Gal.17(2).817.d female disorders, title of works by Hp. and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3.e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64.3 γυναικεῖον, τό, = στίβι, Dsc.5.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικεῖος
-
7 καθυποστιβίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυποστιβίζω
-
8 λάρβασον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάρβασον
-
9 πλατυόφθαλμος
πλᾰτυ-όφθαλμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατυόφθαλμος
-
10 στιβίζομαι
A paint one's eyelids and eyebrows with black paint ([etym.] στίβι), LXX Ez.23.40, Str.16.4.17, Cyran.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβίζομαι
-
11 στιβική
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβική
-
12 στίμμι
A powdered antimony, used for eye-paint, kohl, Erot., POxy.1088.10 (i A.D.), Plin.HN33.101, Aq., Sm., Thd.Is.54.11:—also [full] στίμμις or [full] στῖμις, ἡ, acc. στίμμιν Ion Trag.25, Antiph.189: also [full] στιμία, ἡ, Cyran.64: also [full] στίβι, LXX Je.4.30 (v.l. στίμη), Dsc.5.84 (v.l. στίμμι): acc. pl. στίβεις dub. l. in 1 Enoch8.1. (Copt. stēm.) -
13 στῖμι
Grammatical information: n.,Meaning: `powdered antimony, kohl, black make-up' (Ion trag., Antiph., LXX, Dsc., pap. a.o.)Derivatives: with στιμ(μ)-ίζω, - ίζομαι, στιβίζομαι `to make up (oneself) with black' (LXX, Str. a.o.), - ισμα n.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στῖμι
См. также в других словарях:
στίβι — stibium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβι — εως, τὸ, Α βλ. στίμμι … Dictionary of Greek
Γουόντερ, Στίβι — (Stevie Wonder, 1950 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμου του αφροαμερικανού συνθέτη και τραγουδιστή Steveland Morris. Το εξαιρετικό ταλέντο του Γ. ήταν ήδη φανερό όταν σε ηλικία μόλις έντεκα ετών ηχογραφούσε τα πρώτα του τραγούδια. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο … Dictionary of Greek
Βον, Στίβι Ρέι — (Stevie Ray Vaughan, Ντάλας, Τέξας 1954 – 1990). Αμερικανός συνθέτης, μουσικός και τραγουδιστής. Από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λευκούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Β. θεωρήθηκε, όχι άδικα, το πιο αδικοχαμένο ταλέντο της γενιάς του. Μεγάλωσε στον… … Dictionary of Greek
καθυποστιβίζω — (Μ) (επιτατ. τού υποστιβίζω) βάφω το κάτω μέρος και τα γύρω με το χρώμα στίβι* («καθυποστιβισμένος τὼ ὀφθαλμώ», Νικ. Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο στιβίζω «βάφω με το χρώμα στίβι»] … Dictionary of Greek
στιβική — ἡ, Α [στῑβι] φόρος που επιβαλλόταν στο στίβι*, στο στίμμι … Dictionary of Greek
стивие — сурьма , цслав. стивие – то же. Из греч. στίβι, στίμμι, егип. происхождения (Мi. ЕW 323; Преобр. II, 386; Гофман, Gr. Wb. 337) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Antimony — This article is about the element. For the town, see Antimony, Utah. Not to be confused with Antinomy, a type of paradox. tin ← antimony → tellurium As ↑ Sb ↓ Bi … Wikipedia
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона