-
1 στήμονες
στήμωνwarp: masc nom /voc pl -
2 λεπταλέος
λεπταλέος, poet. = λεπτός; φωνή, Il. 18, 571, seine Stimme, wonach Callim. Dian. 243 sagt ὑπήεισαν δὲ λεπταλέοι σύριγγες; so ἰωή, Ap. Rh. 3, 709; auch sonst bei sp. D., χιτών, Ap. Rh. 3, 815, vgl. 4, 169; στήμονες, Antp. Sid. 22 (VI, 174); δόνακες, Paul. Sil. 52 (VI, 66); λόγοι, Agath. 85 (VII, 204); auch von Menschen, Man. 5, 165.
-
3 ἄ-κλωστος
-
4 ἀρραγίδες
ἀρραγίδες· στήμονες, κρόκαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρραγίδες
-
5 ἄκλωστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκλωστος
См. также в других словарях:
στήμονες — στήμων warp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
μονάδελφος — η, ο (Α μονάδελφος, ον) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μονάδελφο φυτό τού οποίου οι στήμονες συμφύονται σε μία δέσμη κατά μήκος όλου τού φυτού ή μόνο στη βάση αυτών 2. φρ. «μονάδελφοι στήμονες» ή «μονόδεσμοι στήμονες» βοτ. οι στήμονες τών οποίων… … Dictionary of Greek
ιβίσκος — (Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά… … Dictionary of Greek
ξανθόκερας — (xanthoceras bunge). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των σαπινδιδών, με το μοναδικό είδος ξ. π σορβόφυλλος. Είναι θάμνος φυλλοβόλος, ύψους 4 5 εκ. με φύλλα επαλλάσσοντα, μήκους 15 30 εκ. Τα άνθη του είναι βότρυς πολύγαμοι στο μήκος των 15 20 εκ … Dictionary of Greek
ξυριδίδες — (xyridaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των φαρινωδών, με φυτά πολυετή, ποώδη, αειθαλή, με φύλλα μικρά, στενά, γραμμοειδή ή γραμμοειδή λογχοειδή. Άνθη σε στάχια αρσενικά και θηλυκά, 6 στήμονες, από τους οποίους οι 3 εξωτερικοί με … Dictionary of Greek
παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… … Dictionary of Greek
στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… … Dictionary of Greek
ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek