-
1 στέρνιξ
-
2 πτέρνιξ
См. также в других словарях:
στέρνιξ — ικος, ἡ, Α (κατά τόν Ησύχ.) «ἐντεριώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + επίθημα ιξ (πρβλ. χόλ ιξ, ῥῆν ιξ)] … Dictionary of Greek
1 στέρνιξ
2 πτέρνιξ
στέρνιξ — ικος, ἡ, Α (κατά τόν Ησύχ.) «ἐντεριώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + επίθημα ιξ (πρβλ. χόλ ιξ, ῥῆν ιξ)] … Dictionary of Greek