-
1 στέρεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέρεσις
-
2 στερέσει
στέρεσιςfem nom /voc /acc dual (attic epic)στερέσεϊ, στέρεσιςfem dat sg (epic)στέρεσιςfem dat sg (attic ionic) -
3 στέρησις
A deprivation, loss, of a thing,ἀρχῆς Th.2.63
; ;σ. αἰσθήσεως ὁ θάνατος Epicur.Ep.3p.60U.
;σ. τῆς ἀναπνοῆς Gal. 15.795
; σ. τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὀφθαλμῶν, i.e. blindness, Hp.Judic.42, Gal.17(1).401.3 negation, privation, Arist.Rh. 1408a7, Cat. 12a26, Metaph. 1004b27, Thphr.HP1.2.5; περὶ τῶν κατὰ στέρησιν λεγομένων on negatives, title of work by Chrysipp., Stoic.2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέρησις
См. также в других словарях:
στέρεσις — έσεως, ἡ, Α βλ.στέρηση … Dictionary of Greek
στερέσει — στέρεσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) στερέσεϊ , στέρεσις fem dat sg (epic) στέρεσις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… … Dictionary of Greek
στερήσιμος — και στερέσιμος, ον, Α [στέρησις / στέρεσις] 1. αυτός που υπόκειται σε αφαίρεση, σε απόσπαση 2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να στερηθεί 3. (το ουδ. τού τ. στερέσιμος ως ουσ.) τὸ στερέσιμον πρόστιμο που επιβαλλόταν ως ποινή … Dictionary of Greek