-
81 Crown
subs.Skull: P. and V. κρανίον, τό (Eur., Cycl. 647).Crown of the head: V. κορυφή, ἡ (also Xen. but rare P.).Garland,. etc.: P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), Ar. στεφάνη, ἡ, V. στέφος, τό; see also Wreath.Diadem of eastern kings: P. διάδημα, τό (Xen.).met., power,.rule: P. and V. κράτος. τό, ἀρχή, ἡ, V. use also σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.Reward of victory: P. and V. στέφανος, ὁ.Contest where a crown is the prize: P. ἀγὼν στεφανίτης, ὁ.met., finishing touch: P. κεφαλαῖον, τό, κολοφών, ὁ, P. and V. θριγκός, ὁ (Plat.) (lit., coping-stone).——————v. trans.P. and V. στεφανοῦν, στέφειν (Plat. but rare P.), V. ἐκστέφειν, ἀναστέφειν, καταστέφειν, ἐρέφειν, στεμματοῦν, πυκάζειν, ἐξαναστέφειν.met., put the finishing touch to: P. κεφαλαῖον ἐπιτιθέναι ἐπί (dat.), κολοφῶνα ἐπιτιθέναι (dat.), τέλος ἐπιτιθέναι (dat.), V. θριγκοῦν (acc.).Crown with success: P. and V. ὀρθοῦν (acc.), κατορθοῦν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crown
-
82 Diadem
subs.Of Eastern kings: P. διάδημα, τό (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Diadem
-
83 Fillet
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fillet
-
84 Garland
subs.P. and V. στέφανος, ὁ, στέμμα, τό (Plat. but rare P.), V. στέφος, τό. Ar. στεφάνη, ἡ; see also wreath. Wear garlands, v.: P. στεφανηφορεῖν.Weave garlands: Ar. στεφανηπλοκεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Garland
-
85 Ribbon
subs.P. ταινία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ribbon
-
86 Wreath
subs.Wreath of smoke: Ar. πλεκτάνη καπνοῦ (Av. 1717).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wreath
-
87 taç
κορόνα, στέμμα, διάδημα -
88 korunka
1) λοφίο2) στέμμα -
89 crown
1) θήκη2) κορόνα3) κορώνα4) στέμμα
См. также в других словарях:
στέμμα — wreath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
στέμμα — το 1.διάδημα που φορούν οι βασιλιάδες. 2. η βασιλική εξουσία: Το στέμμα ευθύνεται για πολλές συμφορές του έθνους. 3. στεφάνι φωτεινό που περιβάλλει τον Ήλιο και τη Σελήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… … Dictionary of Greek
στέμμ' — στέμμα , στέμμα wreath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμμάτων — στέμμα wreath neut gen pl στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στεμματόω furnish with a wreath imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμασι — στέμμα wreath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμασιν — στέμμα wreath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματα — στέμμα wreath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματι — στέμμα wreath neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμματος — στέμμα wreath neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)