Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στέμμασιν

См. также в других словарях:

  • στέμμασιν — στέμμα wreath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυτός — ή (AM ἐνδυτός, όν) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης αρχ. 1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα 2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» σκεπασμένος με στεφάνια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν α) εσθήτα β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.) …   Dictionary of Greek

  • Ιούστος — I (1ος αι. μ.Χ.).Ιουδαίος ιστορικός. Έγραψε μια αντικειμενική εξιστόρηση του πολέμου των Ρωμαίων εναντίον των επαναστατημένων Ιουδαίων. Το έργο του, με τίτλο Περί Ιουδαίων βασιλέων εν τοις στέμμασιν, δεν διασώθηκε. II Όνομα αγίων της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • АНДРЕЙ ПИР — [греч. ὁ Πηρός Калека или ὁ Τυφλός Слепец], визант. гимнограф и мелод. Автор самогласных стихир и канонов (сохранились только ирмосы). Время жизни А. П. исследователи определяли по разному от сер. V до XI в. Самую раннюю датировку предлагал Г.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»