-
61 скинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτω, πετώ•скинуть мешок с плеч ρίχνω κάτω το τσουβάλι•
остио τους ώμους•
скинуть снег с крыши πετώ κάτω το χιόνι από τη στέγη.
|| μτφ. γκρεμίζω, ανατρέπω, εκ θρονίζω•-ли царя τον γκρέμισαν τον τσάρο.
2. (για ένδυμα) βγάζω, αφαιρώ. || φυλλορροώ• αλλάζω το τρίχωμα ή το πτέρωμα. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•скинуть с себя лень διώχνω•
ото πάνω μου την τεμπελιά.
3. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω. || κάνω έκπτωση, σκόντο.4. βγάζω, αφαιρώ (από το λογαριασμό).5. γεννώ•кобылица -ла жеребнка η φοραδιτσα έκανε πουλαράκι.
-
62 стреха
-й θ.γείσο, γείσωμα στέγης, αστρέχα. || στέγη χωριατόσπιτου. -
63 тесовый
επ.ξύλινος• με σανίδια•-ая крыша ξύλινη στέγη.
-
64 толевый
επ.του πισσόχαρτου•опт ο πισσόχαρτο•
-ая крыша στέγη με πισσόχαρτο.
-
65 тяготить
-гощу, -готишьρ.δ.1. βαρύνω, -αίνω•снег -ит кровлю το χιόνι βαραίνει τη στέγη.
|| εμποδίζω, δυσχεραίνω, δεν είμαι βολικός.2. μτφ. καταπονώ, ενοχλώ•его -ят заботы τον βαρύνουν οι φροντίδες•
одиночество -ло её η μοναξιά την βάρυνε.
|| βασανίζω, τυραννώ• κατατρύχω, τρώγω•его -ит преступление τον κατατρύχει το έγκλημα.
με βαρύνει, μου είναι βάρος, με κατατρύχει, με τρώει•тяготить одиночеством με τρώει η μοναξιά•
тяготить службой βαριέμαι την υπηρεσία.
-
66 цинковый
επ.του ψευδάργυρου• από ψευδάργυρο•цинковый порошок σκόνη ψευδαργύρου•
-ая крыша στέγη από τσίγκο.
|| ψευδαργυρούχος•-ая руда ψευδαργυρούχο ορυκτό.
-
67 черепитчатый
επ.κεράμινος, -ένιος, από ή με κεραμίδια•-ая крыша στέγη με κεραμίδια.
-
68 четырёхскатный
επ. (για στέγη)• επικλινής προς τέσσερις πλευρές. -
69 шатёр
-тра α.1. σκηνή, αντίσκηνο, τσαντήρι.2. παλ. στέγη πυραμιδοειδής.3. κωνικό δίχτυ για πιάσιμο πτηνών. -
70 шатровый
επ.πυραμιδοειδής•-ая крыша πυραμιδοειδής στέγη.
-
71 шиферный
επ.1. του σχιστόλιθου.2. του φύλλου στέγασης, του ελενίτ•-ая крыша στέγη από φύλλα ελενίτ.
-
72 щипец
пца α. το επάνω μέρος του τοίχου, όπου είναι η στέγη.(κυνηγ.) η μούρη του σκύλου. -
73 Apartment
subs.P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκημα, τό, Ar. and V. δόμος, ὁ, δῶμα, τό, μέλαθρον. τό, or pl., V. στέγη, ἡ, στέγος, τό; see Chamber.Men's apartments: P. and V. ἀνδρών, ὁ (Xen., also Ar.), P. ἀνδρωνῖτις. ἡ.Women's apartments: Ar. and P. γυναικωνῖτις, ἡ, P. γυναικών, ὁ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Apartment
-
74 Chamber
subs.Ar. and P. δωμάτιον τό, P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκησις, ἡ, οἴκημα, τό, Ar. and V. δόμος, ὁ, δῶμα, τό, μέλαθρον, τό, V. στέγη, ἡ, στέγος, τό; see Room.Bridal chamber: V. θάλαμος, ὁ, νυμφεῖον, τό, εὐνατήριον, τό.Chamber for men: P. and V. ἀνδρών, ὁ (Xen., also Ar.), P. ἀνδρωνῖτις, ἡ.Chamber for women: Ar. and P. γυναικωνῖτις, ἡ, P. γυναικών, ὁ (Xen.).Guest-chamber: P. and V. ξενών, ὁ.Maiden's chamber: V. παρθενῶνες, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chamber
-
75 Dwelling
subs.P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκησις, ἡ, οἴκημα, τό, Ar. and P. οἰκία, ἡ, Ar. and V. ἕδρα, ἡ, δόμος, ὁ, or pl., δῶμα, τό, or pl., ἑστία, ἡ, μέλαθρον, τό, or pl., V. στέγη, ἡ, or pl., στέγος, τό, or pl., οἰκητήριον, τό, εἰσοίκησις, ἡ, σκηνή, ἡ, ἀναστροφή, ἡ, ἑδώλια, τά, ἤθη, τά. αὐλή, ἡ.Sojourn: P. οἴκησις. ἡ, ἐνοίκησις, ἡ; see Sojourn.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dwelling
-
76 Gaol
subs.P. δεσμωτήριον, τό, εἱργμός, ὁ (Plat.). P. and V. εἱρκτή, ἡ, or pl.Public gaol: P. τὸ δημόσιον, V. πάνδημος στέγη; see Prison.Be thrown into gaol: P. εἰς εἱρκτὴν εἰσπίπτειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gaol
-
77 House
subs.P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκησις, ἡ, οἴκημα, τό (Æsch., Ag. 334), Ar. and P. οἰκία, ἡ, V. στέγη, ἡ, στέγος, τό, οἰκητήριον, τό, Ar. and V. δόμος, ὁ, or pl., δῶμα, τό, or pl. ἑστία, ἡ, μέλαθρον, τό, or pl.; see Dwelling.Small house: Ar. and P. οἰκίδιον, τό.Building: P. οἰκοδόμημα, τό.Race: P. and V. γένος, τό.Keep house, v.: P. and V. οἰκουρεῖν, P. οἰκονομεῖν (acc.).——————v. trans.Settle, establish: P. and V. εἰσοικίζειν, οἰκίζειν, κατοικίζειν.Receive: P. and V. δέχεσθαι, εἰσδέχεσθαι.Housed: use adj., V. ὑπόστεγος.Be housed, v.: V. δωματοῦσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > House
-
78 Jail
subs.P. δεσμωτήριον, τό, εἱργμός, ὁ (Plat.), P. and V. εἰρκτή, ἡ, or pl.Public jail: P. τὸ δημόσιον, V. πάνδημος στέγη, ἡ; see Prison.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Jail
-
79 Prison
subs.P. and V. εἱρκτή, ἡ, or pl., P. δεσμωτήριον, τό, εἱργμός, ὁ, V. ὁρκάναι, αἱ.Public prison: P. τὸ δημόσιον, V. πάνδημος στέγη, ἡ.Imprisonment: use P. and V. δεσμός, ὁ, or pl.Be thrown into prison: P. εἰς εἱρκτὴν εἰσπίπτειν (Thuc. 1, 131).——————v. trans.See Imprison.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prison
-
80 Room
subs.P. and V. οἴκημα, τά, οἶκος, ὁ, Ar. and V. δόμος, ὁ, δῶμα, τό, μέλαθρον, τό or pl., V. στέγη, ἡ, στέγος, τό, Ar. and P. δωμάτιον, τό, οἰκίδιον; see Chamber.Interval: P. διάλειμμα, τό, διάστημα, τό.Vacant space: P. and V. χώρα, ἡ.Plenty of room: P. εὐρυχωρία, ἡ.Want of room: P. στενοχωρία, ἡ.Have room for: P. and V. χωρεῖν (acc.) (Eur., Hipp. 941).In the room of: P. and V. ἀντί (gen.).Opportunity, scope: P. and V. καιρός, ὁ.There is room for: use P. and V. δεῖ (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Room
См. также в других словарях:
στέγη — roof fem nom/voc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέγος roof neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγῃ — στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγω cover closely pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
στέγη — η 1. σκέπασμα του σπιτιού: Έπεσε η στέγη. 2. σπίτι: Έμεινε χωρίς στέγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέγηι — στέγῃ , στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγῃ , στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγέων — στέγη roof fem gen pl (epic ionic) στέγος roof neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγῶν — στέγη roof fem gen pl στέγος roof neut gen pl (attic epic doric) στεγάζω cover fut part act masc voc sg στεγάζω cover fut part act neut nom/voc/acc sg στεγάζω cover fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαις — στέγη roof fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαισι — στέγη roof fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγην — στέγη roof fem acc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut acc sg στέγω cover closely pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)