Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στάση

  • 61 бунтовать

    -тую, -туешь, ρ.δ.
    1. στασιάζω. || δυσανασχετώ, δυσφορώ, μπουχτίζω.
    2. προτρέπω, παρακινώ σε εξέγερση, στάση.

    Большой русско-греческий словарь > бунтовать

  • 62 возмутить

    -ущу, -утишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ущенный, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.
    1. παλ. θολώνω•

    возмутить воду θολώνω το νερό.

    2. αγανακτώ, οργίζω.
    3. παλ. εξεγείρω, παρακάνω σε εξέγερση, στάση, στασιάζω.
    1. αγανακτώ, δυσανασχετώ.
    2. παλ. στασιάζω, εξεγείρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > возмутить

  • 63 возмущение

    ουδ.
    1. θόλωμα, -ση.
    2. αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, οργή, ψυχική ταραχή.
    3. παλ. εξέγερση, στάση. ή. (αστρν.) διατάραξη (των ουρανίων σωμάτων).

    Большой русско-греческий словарь > возмущение

  • 64 застой

    α.
    στάση, σταμάτημα, στασιμότητα, ακινησία•

    застой крови αιμοστασία, αιμάοταση.

    || μτφ. μαρασμός.

    Большой русско-греческий словарь > застой

  • 65 конечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. τελικός (που έχει τέλος).
    2. τελευταίος, στερνός•

    -ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.

    3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.
    4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.
    εκφρ.
    - ая цель – τελικός σκοπός•
    в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους.

    Большой русско-греческий словарь > конечный

  • 66 крамола

    θ. παλ. στάση, ανταρσία.

    Большой русско-греческий словарь > крамола

  • 67 мятеж

    α.
    εξέγερση, στάση, ανταρσία.

    Большой русско-греческий словарь > мятеж

  • 68 настойчивость

    θ.
    επιμονή, εμμονή, σταθερότητα, στάση• πείσμα.

    Большой русско-греческий словарь > настойчивость

  • 69 небезразличный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно;
    όχι απαθής ή αδιάφορος•

    -ое отношение όχι αδιάφορη στάση.

    || με ενδιαφέρο.

    Большой русско-греческий словарь > небезразличный

  • 70 нейтральный

    επ., βρ: -лен -льна, -льно;
    1. ουδέτερος•

    -ая страна ουδέτερη χώρα•

    -ое государство ουδέτερο κράτος•

    нейтральный наблюдатель ουδέτερος παρατηρητής•

    нейтральный человек ουδέτερος άνθρωπος•

    -ое поведение ουδέτερη στάση.

    2. ούτε βλαβερός, ούτε ωφέλιμος.
    3. (χημ.) που δεν ανήκει στα οξέα, ούτε και στα αλκάλεια•

    нейтральный раствор ουδέτερο διάλυμα.

    Большой русско-греческий словарь > нейтральный

  • 71 непринуждённый

    επ., βρ: -ден, -днна, -о; μη συνεσταλμένος, ελεύθερος, αβίαστος• φυσικός, απλός•

    -ая поза φυσική (ελεύθερη)στάση•

    непринуждённый тон αβίαστος τόνος.

    Большой русско-греческий словарь > непринуждённый

  • 72 переезд

    α.
    1. πέρασμα, διάβαση, δίοδος.
    2. μετοίκηση μετακόμιση, κουβάλημα.
    3. διασταύρωση οδική πέρασμα, διάβαση.
    4. στάση, η απόσταση μεταξύ δυό στάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > переезд

  • 73 пересадка

    θ.
    1. αλλαγή θέσης, μετάθεση, μεταφορά αλλού.
    2. μεταφύτευση.
    3. (ιατρ.) μεταμόσχευση•

    пересадка сердца μεταμόσχευση καρδιάς.

    4. βάλσιμο, πέρασμα. || αλλαγή μεταφορικού μέσου σταθμός, στάση.

    Большой русско-греческий словарь > пересадка

  • 74 переход

    α.
    1. διάβαση, διέλευση, πέρασμα• διάπλους.
    2. μετακίνηση, μετατόπιση. || εξάπλωση, επέκταση• μετάδοση. || αλλαγή διαμονής. || προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή).
    3. αυτομόληση. || αλλαξοπιστία. || μεταβίβαση. || μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα•

    переход к другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα.

    || μετατροπή εξέλιξη•

    переход ссоры в драку πέρασμα από το μάλωμα στον τσακωμό.

    4. στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθμεύσεων).
    5. πέρασμα (μέρος διάβασης).
    6. διάδρομος.
    7. μετάπτωση.

    Большой русско-греческий словарь > переход

  • 75 подавить

    ρ.σ.μ.
    1. πιέζω, πατώ θλίβω.
    2. (για όλα, πολλά)• συνθλίβω, συμπιέζω, πατώ• σπάζω.
    3. (κατά)πνίγω, καταστέλλω•

    подавить мятеж καταστέλλω τη στάση.

    || μτφ. (συγ)κρατώ, υπερνικώ, βαστώ, καταπίνω•

    подавить вздох συγκρατώ τον αναστεναγμό•

    подавить страх υπερνικώ το φόβο•

    подавить боль βαστώ τον πόνο.

    4. μτφ. καλύπτω, σκεπάζω• επισκιάζω.
    5. επιβάλλομαι, καταπλήσσω•

    подавить авторитетом επιβάλλομαι με το κύρος•

    подавить всех своим исключительный успехом καταπλήσσω όλους με την εξαιρετική επιτυχία μου.

    6. λυπώ, θλίβω.
    1. πνίγομαι•

    подавить рыбной костью πνίγομαι με ψαροκόκκαλο.

    2. μτφ. κομπιάζω, πνίγομαι, μπουχτίζω.

    Большой русско-греческий словарь > подавить

  • 76 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

  • 77 полустанок

    -нка α. μικρή σιδηροδρομ. στάση.

    Большой русско-греческий словарь > полустанок

  • 78 привал

    α.
    1. στάθμευση, στάση (για ανάπαυση). || μέρος στάθμευσης.
    2. προσόρμιση,αγκυροβόληση, άραξη.

    Большой русско-греческий словарь > привал

  • 79 путч

    α.
    εξέγερση, στάση• πραξικόπημα, κίνημα.

    Большой русско-греческий словарь > путч

  • 80 роздых

    -а (роздыху) α. (απλ.) μικρό διάλειμμα στην εργασία ή μικρή ανάπαυση (στάση) στην πορεία.

    Большой русско-греческий словарь > роздых

См. также в других словарях:

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • στάση — η 1. θέση του σώματος: Δεν πήρες καλή στάση. 2. σταμάτημα και ο τόπος όπου γίνεται αυτό: Δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. – Θα κατέβω στην επόμενη στάση. 3. εξέγερση εναντίον μιας έννομης τάξης, ανταρσία: Κατέπνιξαν τη στάση στο αίμα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στασῇ — στᾱσῇ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… …   Dictionary of Greek

  • απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»