Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στάξιμο

См. также в других словарях:

  • στάξιμο — το το να στάζει κάτι: Το μονότονο στάξιμο της βροχής τον εκνεύρισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάξιμο — το, Ν στάλαγμα, ροή κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσταξα τού στάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • στάξις — εως, ἡ, Α [στάζω] στάξιμο («στάξις ἀπὸ ῥινῶν αἵματος», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σταγετός — ὁ, Μ στάξιμο, ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ τού στάζω* (πρβλ. ἐστάγην, σταγών) + επίθημα ετός (πρβλ. παγ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • Πόλοκ, Τζάκσον — (Pollock, Κόντι, Γουαϊόμινγκ 1912 – Νέα Υόρκη 1956). Αμερικανός ζωγράφος. Στα νεανικά του χρόνια έζησε στην Αριζόνα και στην Καλιφόρνια και σπούδασε (1925 29) στην Ανώτερη Σχολή Χειροτεχνίας του Λος Άντζελες. Το 1929 παρακολούθησε στη Νέα Υόρκη… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — η το στάξιμο, το να χύνεται ένα υγρό σταγόνα σταγόνα· (χημ.), ο διαχωρισμός ενός μείγματος από υγρά με μερική εξάτμιση και συμπύκνωση των υδρατμών που θα σχηματιστούν: Η απόσταξη του κρασιού δίνει την αλκοόλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενστάλαξη — η 1. το στάξιμο υγρού μέσα σε κάτι. 2. το χύσιμο σταγόνων φαρμάκου σε κοιλότητα του οργανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεροφάγωμα — το, ατος η κοιλότητα σε πέτρα ή σε έδαφος από το τρέξιμο ή το στάξιμο νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»