1 στάγην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάγην
2 στατά
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στατά
στάγην — Α (κατά τον Ησύχ.) «κάρδοπον» … Dictionary of Greek