Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σσα

См. также в других словарях:

  • κανακάρικος — σσα, ο, (Μ κανακάρικος, η, ον) [κανακάρης] χαϊδεμένος, αγαπημένος, μεγαλωμένος με πολλές περιποιήσεις και χάδια …   Dictionary of Greek

  • νάσσας — νά̱σσᾱς , νᾶσσα fem acc pl νά̱σσᾱς , νᾶσσα fem gen sg (doric aeolic) νάσσᾱς , ναίω 1 dwell aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ναίω 1 dwell aor ind act 2nd sg (epic) νά̱σσᾱς , νῆττα duck fem acc pl νά̱σσᾱς , νῆττα duck fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσσα — βάσσᾱ , βάσσος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc/acc dual βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc sg (doric aeolic) βά̱σσᾱ , βῆσσα wooded combe fem nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάττα — βάσσᾱ , βάσσος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) βάσσα , βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc/acc dual βά̱σσᾱ , βᾶσσα fem nom/voc sg (doric aeolic) βά̱σσᾱ , βῆσσα wooded combe fem nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάσσα — νά̱σσᾱ , νᾶσσα fem nom/voc/acc dual νά̱σσᾱ , νᾶσσα fem nom/voc sg (doric aeolic) ναίω 1 dwell aor ind act 1st sg (epic) νά̱σσᾱ , νῆττα duck fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЛОССА —    • Glossa,          γλω̃σσα, уже в древние времена обозначает наречие, диалект (διάλεκτος); впоследствии обозначали этим словом, в частности отдельные слова, свойственные известному наречию, провинциализмы, иностранные выражения или менее… …   Реальный словарь классических древностей

  • άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • φάσσα — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φάττα Α ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους περιστεριού Columba palumbus νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού βαλλωτή ή βαλλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται οπωσδήποτε με τον αρχαϊκό τ. φάψ,… …   Dictionary of Greek

  • βάττ' — βάττε , βάττος stammerer masc voc sg βάσσαι , βάζω speak aor imperat mid 2nd sg βάσσαι , βάζω speak aor inf act βάσσα , βάζω speak aor ind act 1st sg (homeric ionic) βάσσε , βάζω speak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βά̱σσᾱͅ , βᾶσσα fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίσσας — Φοῑνί̱σσᾱς , Φοῖνιξ Phoenician fem acc pl Φοῑνί̱σσᾱς , Φοῖνιξ Phoenician fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»