-
1 σπαν-ανδρία
σπαν-ανδρία, ἡ, Mangel an Männern, Sp.
-
2 σπαν-άδελφος
σπαν-άδελφος, wenig Geschwister habend, Sext. Emp. adv. astrol. 101.
-
3 σπάν-υδρος
σπάν-υδρος, wasserarm, Diphil. Siphn. bei Ath. III, 80 c.
-
4 σπάν-ουρος
σπάν-ουρος, mit dünnem Schwanze, zw.
-
5 σπανάδελφος
-
6 σπανανδρία
σπαν-ανδρία, ἡ, Mangel an Männern -
7 σπάνουρος
-
8 σπάνυδρος
-
9 φονή
φονή, ἡ (ΦΈΝΩ), Mord, Ermordung; oft im plur., ἀσπαίρειν ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il. 10, 521; μαχήσασϑαι βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν 15, 633; τιϑέναι τινὰ ἐν φοναῖς, = φονεύειν, morden, Pind. P. 11, 37; τὸν ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντα Aesch. Ag. 435, wie Soph. Ant. 692; ἐν φονῇσιν εἶναι, im Morden begriffen sein, Her. 9, 76; σπᾶν φοναῖς Soph. Ant. 990, in Mord u. Blut herumzerren; ἄπεστιν ἐν φοναῖς ϑηροκτόνοις Eur. Hel. 153, er ist abwesend bei Wild tödtendem Morde, d. i. er ist auf der Jagd; μαστὸς ἐν φοναῖς, die Brust mit Blut und Wunden bedeckt, El. 1207. – Auch der Mordplatz, die Wahlstatt, s. Böckh explic. Pind. P. 11, 1-37.
-
10 ἠρεμαῖος
ἠρεμαῖος (vgl. ἠρέμα), ruhig; γένεσις Plat. Polit. 306 e, nachher durch ἡσυχαῖος, βραδύς u. ä. erkl., dem σφοδρός, ὀξύς entgeggstzt, wie σμικρὰ καὶ ἠρεμαῖα verbunden ist Legg. V, 733 c; πῠρ, gelindes Fieber, Hippocr.; ἠρεμαιότερον, Arist. Meteor. 2, 8, Bekker ἠρεμαίτερον. – Adv. ἠρεμαίως, z. B. προςάγεσϑαι τῷ χαλινῷ, entgeggstzt dem ἐξαπιναίως σπᾶν, Xen. Equ. 9, 5; Sp. S. auch ἠρεμής.
-
11 φονή
φονή, ἡ, Mord, Ermordung; τιϑέναι τινὰ ἐν φοναῖς, = φονεύειν, morden; ἐν φονῇσιν εἶναι, im Morden begriffen sein; σπᾶν φοναῖς, in Mord u. Blut herumzerren; ἄπεστιν ἐν φοναῖς ϑηροκτόνοις, er ist abwesend bei Wild tötendem Morde, = er ist auf der Jagd; μαστὸς ἐν φοναῖς, die Brust mit Blut und Wunden bedeckt. Auch der Mordplatz, die Wahlstatt
См. также в других словарях:
σπᾶν — σπάω drawnthrough pres part act masc voc sg (doric aeolic) σπάω drawnthrough pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σπάω drawnthrough pres part act masc nom sg (doric aeolic) σπᾶ̱ν , σπάω drawnthrough pres inf act (epic doric) σπάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπᾷν — σπάω drawnthrough pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαν, Ότμαν — (Spann). Αυστριακός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος (Βιέννη 1878 Νόιστιφτ 1950). Δίδαξε στο Μπριν και αργότερα, από το 1919 στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Είναι ο σπουδαιότερος αντιπρόσωπος του παγκόσμιου δόγματος της κοινωνίας και του… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek
ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… … Dictionary of Greek
ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
τεκνώ — όω, ΜΑ [τέκνον] μσν. (το μέσ.) τεκνοῡμαι αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω αρχ. 1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῡσι παίδων παισίν», Ευρ.) 2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για… … Dictionary of Greek