Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σπᾰν-ιος

См. также в других словарях:

  • τερμέρ(ε)ιος — α, ον, ΜΑ [Τέρμερος] (κυρίως στην παροιμ. φρ.) «τερμέρ(ε)ιον κακόν» μεγάλο κακό που διαπράττει κανείς εναντίον τού ίδιου τού εαυτού του αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερμέρειον το ανδρικό μόριο 2. (σπάν.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληστή… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος …   Dictionary of Greek

  • ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …   Dictionary of Greek

  • πόρτις — και πόρις, ιος, ἡ, μτγν τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α 1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.) 2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.) 3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος» …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»