-
1 σπαδωνισμός
σπαδωνισμόςeunuch: masc nom sg -
2 σπάδων
A eunuch, LXX Ge.37.36, Is.39.7, Plb.28.21.5, D.S.30.17, Ph. 1.604, Plu.Demetr.25, Artem.2.69. Hence [full] σπᾰδωνισμός, ὁ, castration, Zonar.
См. также в других словарях:
σπαδωνισμός — eunuch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαδωνισμός — ὁ, Μ ευνουχισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάδων, ωνος, «ευνούχος» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek