-
1 σπογγίον
σπογγίον, τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.
-
2 σπογγιον
τό маленькая губка Arph. -
3 σπογγίον
σπογγίονneut nom /voc /acc sg -
4 σπογγίον
σπογγίον, τό, Schwämmchen -
5 σπογγίον
II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπογγίον
-
6 ξυλο-σπόγγιον
ξυλο-σπόγγιον, τό, dim. zum Folgdn, Sp.
-
7 σπογγίοις
σπογγίονneut dat pl -
8 σπογγίων
σπογγίονneut gen pl -
9 σφόγγιον
-
10 σπογγία
σπογγίᾱ, σπογγίαςmasc nom /voc /acc dualσπογγίαςmasc voc sgσπογγίᾱ, σπογγίαςmasc voc sg (attic)σπογγίᾱ, σπογγίαςmasc gen sg (doric aeolic)σπογγίαςmasc nom sg (epic)σπογγίονneut nom /voc /acc pl——————σπογγίαι, σπογγίαςmasc nom /voc plσπογγίᾱͅ, σπογγίαςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
11 σπογγίου
σπογγίαςmasc gen sgσπογγίονneut gen sg -
12 σπογγίω
-
13 σπογγίῳ
-
14 ξυλοσπόγγιον
ξῠλο-σπόγγιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοσπόγγιον
-
15 σπόγγος
σπόγγος, ὁ,A sponge, σ. πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον Od.1.111, cf. 22.439; ;ὑγρώσσων σ. ὤλεσεν γραφήν A.Ag. 1329
; used at the bath, Ar.Fr.55, Crates Com.15.7; for cleaning shoes. Ar.V. 600 (cf. σπογγίζω); cf. Arist.HA 487b9, 588b20, Ev.Matt.27.48, etc.II any spongy substance, σικυώνης ς. Hp.Steril.221; οἱ ς. the glands in the throat, tonsils, from their spongy nature and liability to swell, Id.Epid.4.7, Gal.19.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπόγγος
-
16 σφιν
A v. σφεῖς. [full] σφισίμολος· διαφορὰ τῆς κινήσεως, Hsch. [full] σφογγιά, [full] σφογγίον, [full] σφόγγος, v. σπογγιά, σπογγίον, σπόγγος. -
17 τετραχόθι
τετρᾰχόθι, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραχόθι
См. также в других словарях:
σπογγίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγίον — και σφογγίον, τὸ, Α [σπόγγος, σφόγγος] 1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι 2. είδος επιθέματος … Dictionary of Greek
σπογγίοις — σπογγίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγίων — σπογγίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγίῳ — σπογγίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοσπόγγιον — ξυλοσπόγγιον, τὁ, ἡ ξυλόσπογγος, ὁ (Α) σπόγγος δεμένος στο άκρο ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + σπογγίον] … Dictionary of Greek
σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
σφογγίον — τὸ, Α βλ. σπογγίον … Dictionary of Greek
σπογγία — σπογγίᾱ , σπογγίας masc nom/voc/acc dual σπογγίας masc voc sg σπογγίᾱ , σπογγίας masc voc sg (attic) σπογγίᾱ , σπογγίας masc gen sg (doric aeolic) σπογγίας masc nom sg (epic) σπογγίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγίου — σπογγίας masc gen sg σπογγίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)