-
1 σπυρίς
σπυρίς, ἡ, ein runder, geflochtener Korb, Etwas darin zu tragen; bes. Fischkorb, Ar. Pax 970, wie Her. 5, 16; vgl. auch Iul. Aeg. ep. (VI, 29); ἰχϑυδόκος, Leon. Tar. 25 (VI, 4); σχοινοτενεῖς, Philp. 22 (VI, 5); – ἀπὸ σπυρίδος δεῖπνα, Ath. VIII, 365 a, ὅταν τις αὐτὸς αὑτῷ σκε υάσας δεῖπνον καὶ συνϑεὶς εἰς σπ υρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ, also coena e sportula; vgl. σπυρίσι δειπ νίζειν, Arr. Ep. 4, 10; ἀπὸ σπ υρίδος δειπνίζειν, Hesych.
-
2 σπυρίς
σπυρίς, ἡ, ein runder, geflochtener Korb, etwas darin zu tragen; bes. Fischkorb -
3 πλεκτή
-
4 σπυριδόν
-
5 σπυριδών
-
6 σπυριδ-ώδης
σπυριδ-ώδης, ες, von der Art od. dem Anschen einer σπυρίς, Sp.
-
7 σπυρίχνιον
σπυρίχνιον, τό, dim. von σπυρίς, Poll. 7, 174.
-
8 σπυρίδιον
-
9 σφυρίς
-
10 ἰχθυηρός
-
11 πλεκτή
См. также в других словарях:
σπυρίς — large basket fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρί — σπυρίς large basket fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδα — σπυρίς large basket fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδας — σπυρίς large basket fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδες — σπυρίς large basket fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδεσσι — σπυρίς large basket fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδι — σπυρίς large basket fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδος — σπυρίς large basket fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδων — σπυρίς large basket fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίσι — σπυρίς large basket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίσιν — σπυρίς large basket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)