Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σπούδασμα

См. также в других словарях:

  • σπούδασμα — σπούδασμα, το και σπούδαγμα, το παρακολούθηση μαθημάτων, σπουδή: Δεν είναι εύκολο το σπούδασμα όλων των παιδιών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπούδασμα — thing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπούδασμα — το, ΝΜΑ, και σπούδαγμα και σπούδαμα, Ν [σπουδάζω] καθετί που υπήρξε αντικείμενο ή δημιούργημα σπουδής, προσεκτικής μελέτης και προσπάθειας (α. «και μαθαίνει γράμματα, γράμματα σπουδάματα» β. «ἐξιστάμενος τῶν ἀνθρωπίνων σπουδαγμάτων», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • σπουδασμάτοιν — σπούδασμα thing neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδασμάτων — σπούδασμα thing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσμασι — σπούδασμα thing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσμασιν — σπούδασμα thing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσματα — σπούδασμα thing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσματι — σπούδασμα thing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσματος — σπούδασμα thing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тщание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. σπουδή) старание, ревность; поспешность; усердие,… …   Словарь церковнославянского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»