-
1 σπουργίτης
ο, σπουργίτι τό воробей -
2 σπουργίτης
sparrowΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπουργίτης
-
3 воробей
-
4 воробей
зоол. το στρουθί(ο), ο σπουργίτης, разг. το σπουργίτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воробей
-
5 воробей
вороб||ейм ὁ σπουργίτης, τό σπουργίτι· ◊ стреляный \воробей ἄνθρωπος πολύπειρος, ἄνθρωπος τετραπέρατος· старого \воробейьй на мякине не проведешь погов. δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τόν γελάσεις. -
6 воробей
-бья α.σπουργίτης, στρουθίον.εκφρ.стреляный ή старый воробей – παλιός γάτος, ξε-σκολημένος, παλιοκαραμπίνα (πολύπειρος). -
7 лирохвост
-а α.σπουργίτης πλατύρραμφος (το αρσενικό έχει ουρά λυροειδή). -
8 sparrow
1) σπουργίτης2) σπουργίτι
См. также в других словарях:
σπουργίτης — σπουργίτης, ο και σπουργίτι, το είδος μικρού πουλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουργίτης — Κοινό όνομα μεικών παμφάγων στρουθιόμορφων, που ανήκουν όλα σχεδόν στην οικογένεια των Πλοκεϊδών. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρές διαστάσεις, πόδια λεπτά αλλά δυνατά, ράμφος κοντό, κωνικού σχεδόν σχήματος, και χαρακτηρίζονται γενικά από το ζωηρό… … Dictionary of Greek
Σπουργίτης, Αναστάσιος — Οικονομολόγος (1866 1942). Σπούδασε διαδοχικά στη Χαϊδελβέργη, τη Λιψία και το Μόναχο. Όταν γύρισε στην Ελλάδα τοποθετήθηκε στην Τράπεζα Αθηνών και ως το 1916 διατέλεσε διευθυντής. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Τράπεζας Εθνικής Οικονομίας και… … Dictionary of Greek
πάσσερ — ο ζωολ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. passer < λατ. passer, eris «στρουθός, σπουργίτης»] … Dictionary of Greek
αίγιθος — Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων. Ζουν στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που βρίσκονται στην τροπική ζώνη. Είναι μικρά σε μέγεθος, έως 1,5 εκ., και έχουν μαύρο και, πολύ συχνά, σκούρο μπλε χρώμα. Οι α. πολλαπλασιάζονται … Dictionary of Greek
ατσάραντος — ο ο σπουργίτης, ο φλώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βαροπούλι — το ο σπουργίτης … Dictionary of Greek
καίφος — καῑφος, ὁ (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού κέπφος*) σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέπφος] … Dictionary of Greek
καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] … Dictionary of Greek
μαλαθρίτης — ο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάλαθρο, κατά τις ονομ. πτηνών σε –ίτης (πρβλ. σπουργίτης)] … Dictionary of Greek
πετροσπουργίτης — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Petronia petronia, ανοιχτόχρωμος, κοντόχοντρος σπουργίτης με κοντή ουρά και ραβδωτό στέμμα … Dictionary of Greek