Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σπουδῶν

  • 1 σπουδών

    σπουδάζω
    to be busy: fut part act masc voc sg
    σπουδάζω
    to be busy: fut part act neut nom /voc /acc sg
    σπουδάζω
    to be busy: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
    σπουδή
    haste: fem gen pl

    Morphologia Graeca > σπουδών

  • 2 σπουδῶν

    σπουδάζω
    to be busy: fut part act masc voc sg
    σπουδάζω
    to be busy: fut part act neut nom /voc /acc sg
    σπουδάζω
    to be busy: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
    σπουδή
    haste: fem gen pl

    Morphologia Graeca > σπουδῶν

См. также в других словарях:

  • σπουδῶν — σπουδάζω to be busy fut part act masc voc sg σπουδάζω to be busy fut part act neut nom/voc/acc sg σπουδάζω to be busy fut part act masc nom sg (attic epic ionic) σπουδή haste fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών — Ιδρύθηκε το 1918 με σκοπό να προωθήσει και να ενισχύσει τις βυζαντινές και μεσαιωνικές μελέτες με διαλέξεις και επιστημονικές ανακοινώσεις. Η Ε.Β.Σ. αποσκοπούσε επίσης να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ελληνικού λαού σε ό,τι αφορά την ελληνική… …   Dictionary of Greek

  • Μικρασιατικών Σπουδών, Κέντρο — Βλ. λ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονικών Σπουδών, Εταιρεία — (ΕΜΣ). Επιστημονικό σωματείο που ιδρύθηκε το 1939 στη Θεσσαλονίκη με σκοπό την έρευνα και τη μελέτη θεμάτων που αφορούν τον λαό και τον χώρο της Μακεδονίας, τη συλλογή σχετικού υλικού και τη δημοσίευσή του. Διαθέτει ιδιόκτητο πενταόροφο κτίριο,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • Karyotakismus — (griechisch Kαρυωτακισμός, abgeleitet vom Namen des Dichters Kostas Karyotakis) ist in der neugriechischen Literaturgeschichte die Bezeichnung für das hauptsächlich von 1928 bis 1938 aufgetretene Phänomen, dass zahlreiche, vor allem junge,… …   Deutsch Wikipedia

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίνων, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Ως ανεξάρτητο ΑΕΙ ιδρύθηκε το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»