-
1 σπουδαστής
A one who wishes well to another, supporter, partisan, Plu.Caes.54, Art.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαστής
См. также в других словарях:
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek