-
1 σπουδαστή
σπουδαστήςone who wishes well to another: masc dat sg (attic epic ionic)σπουδαστόςthat deserves to be sought: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 σπουδαστῇ
σπουδαστήςone who wishes well to another: masc dat sg (attic epic ionic)σπουδαστόςthat deserves to be sought: fem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
σπουδαστῇ — σπουδαστής one who wishes well to another masc dat sg (attic epic ionic) σπουδαστός that deserves to be sought fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτροφία — Κυριολεκτικά: η ατελής θρέψη. Ειδικότερα η δαπάνη που καταβάλλει κάποιος για να συντηρήσει και να εκπαιδεύσει ένα σπουδαστή. Παλαιότερα τις υ. τις έδιναν κληροδοτήματα, κυρίως σε σπουδαστές ανώτερων σχολών του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Υ. από… … Dictionary of Greek
αποφοιτήριο — το πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια της φοίτησης σπουδαστή, η επίδοση του και ο χρόνος αποφοίτησης … Dictionary of Greek
μετεγγράφω — (Α μετεγγράφω) 1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω 2. εγγράφω σε νέο κατάλογο 3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω … Dictionary of Greek
μετεγγραφή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετεγγράφω, η εκ νέου εγγραφή 2. η εγγραφή σε νέο κατάλογο 3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγραφή από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγραφή («η μετεγγραφή ξένων… … Dictionary of Greek
βιντεοπαιχνίδι — (video game). Ο όρος αναφέρεται σε ηλεκτρονικό παιχνίδι που συνήθως βασίζεται σε μικροεπεξεργαστή και το οποίο παίζεται με την εμφάνιση εικόνων σε οθόνη, και με τον παίκτη να καθοδηγεί τη δράση μέσω μιας συσκευής ελέγχου, συνήθως με πλήκτρα ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία … Dictionary of Greek
Μάνσφιλντ, Τζέιν — (Jayne Mansfield, Πενσιλβάνια 1933 – Νέα Ορλεάνη 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού Βέρα Τζέιν Πάλμερ (Vera Jayne Palmer). Ήταν κόρη ενός δικηγόρου ο οποίος πέθανε όταν εκείνη ήταν 6 χρόνων και στη συνέχεια η μητέρα της… … Dictionary of Greek
Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… … Dictionary of Greek
Χάρβαρντ — (Harvard). Αμερικανικό πανεπιστήμιο με κύρια έδρα στο Καίμπριτζ (Μασαχουσέτη). Ιδρύθηκε το 1636 και είναι το αρχαιότερο και από τα μεγαλύτερα των ΗΠΑ· το 1639, πήρε την ονομασία X. προς τιμήν του Άγγλου φιλάνθρωπου Τζον Χάρβαρντ (Λονδίνο 1607… … Dictionary of Greek