-
1 σπουδαστικός
σπουδαστικός, eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.
-
2 σπουδαστικός
σπουδαστικός, eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων -
3 συ-σπουδαστικός
συ-σπουδαστικός, ή, όν, mit, zugleich eifrig, ernsthaft betreibend, M. Ant. 1, 16.
-
4 φιλο-παίσμων
φιλο-παίσμων, ονος, = Folgdm, Plat. Rep. V, 452 e, im Ggstz von σπουδαστικός, u. Crat. 406 c, beide Male v. l. -παίγμων.
-
5 συσπουδαστικός
συ-σπουδαστικός, ή, όν, mit, zugleich eifrig, ernsthaft betreibend
См. также в других словарях:
σπουδαστικός — σπουδαστικός, ή, ό και σπουδαχτικός, ή, ό επίρρ. ά βιαστικός, γρήγορος: Τα ίχνη αλλάζοντας σπουδαχτικά (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαστικός — zealous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστικός — ή, ό / σπουδαστικός, ή, όν, ΝΑ [σπουδαστός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές 2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό» (στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία τής ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση … Dictionary of Greek
σπουδαστικώτερον — σπουδαστικός zealous adverbial comp σπουδαστικός zealous masc acc comp sg σπουδαστικός zealous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστικοί — σπουδαστικός zealous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστική — σπουδαστικός zealous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστικῶς — σπουδαστικός zealous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστικώτατος — σπουδαστικός zealous masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστικώτεροι — σπουδαστικός zealous masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστικώς — Α επίρρ. βλ. σπουδαστικός … Dictionary of Greek