-
1 аспирант
-
2 учащийся
-
3 слушатель
слу́шате||льм1. ὁ ἀκροατής·2. (студент) ὁ φοιτητής, ὁ σπουδαστής:\слушатель военной академии ὁ σπουδαστής τής στρατιωτικής ἀκαδημίας· 3„:\слушательли мн. собир. οἱ ἀκροατές, τό ἀκροατήριο[ν]. -
4 слушатель
1. (тот, кто слушает кого-, что-л.) о ακροατής 2. (учащийся некоторых учебных заведений) о μαθητής, ο σπουδαστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слушатель
-
5 стипендиат
ο σπουδαστής με υποτροφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стипендиат
-
6 заочник
зао́ч||никм ὁ σπουδαστής μέ ἀλληλογραφία. -
7 студеит
студеи||тм ὁ φοιτητής, ὁ σπουδαστής. -
8 учащийся
учащ||ийся1. прич.:\учащийсяаяся молодежь ἡ σπουδάζουσα νεολαία, οἱ σπουδαστές·2. м ὁ σπουδαστής/ ὁ μαθητής (школьник)/ ὁ φοιτητής (студент):спектакль для \учащийсяихся ἡ θεατρική παράσταση γιά τους μαθητές. -
9 заочник
[ζαότσνικ/] ουσ. α. σπουδαστής με αλληλογραφία -
10 студент
[στουντιέντ] ουσ. α. σπουδαστής φοιτητής -
11 учащийся
[ουτσάστσιΐσγια] ουσ. α. σπουδαστής, μαθητής -
12 заочник
[ζαότσνικ] ουσ α σπουδαστής με αλληλογραφία -
13 студент
[στουντιέντ] ουσ α σπουδαστής φοιτητής -
14 учащийся
[ουτσάστσιΐσγια] ουσ α σπουδαστής, μαθητής -
15 второкурсник
-а α. -ца, -ы θ. σπουδαστής, -τρία δεύτερου έτους. -
16 горняк
-а α.1. βλ. горнорабочий.2. μηχανικός μεταλλείων ή σπουδαστής μεταλλιολογίας. -
17 заочник
-а α.-ца, -ы θ.σπουδαστής, -άστρια χωρίς καθημερινή φοίτηση. -
18 курсант
-а α.-ка, -и θ.1. φοιτητής, -ρια, σπουδαστής, -άστρια.2. μαθητής στρατιωτικής σχολής. -
19 слушатель
-я α. -ница, -ы θ.ακροατής, -άτρια, ακουστής•слушатель радио ακροατής ραδιόφωνου.
|| φοιτητής, σπουδαστής. -
20 стипендиат
-а α. -ка, -и θ.σπουδαστής, -άστρια που παίρνει επίδομα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπουδαστής — one who wishes well to another masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστής — ο, ΝΜΑ, και θηλ. σπουδάστρια, Ν νεοελλ. 1. άτομο και ιδίως νέος που σπουδάζει, που ασχολείται συστηματικά με την εκμάθηση κλάδου επιστήμης, τέχνης ή ξένης γλώσσας 2. φρ. «οι Σπουδασταί τών Γραφών» χιλιαστική αίρεση η οποία ιδρύθηκε στην Αμερική… … Dictionary of Greek
σπουδαστής — ο θηλ. σπουδάστρια αυτός που φοιτά σε ανώτερη σχολή: Οι σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας έκαναν αποχή από τα μαθήματά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδασταῖς — σπουδαστής one who wishes well to another masc dat pl σπουδαστός that deserves to be sought fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδασταί — σπουδαστής one who wishes well to another masc nom/voc pl σπουδαστός that deserves to be sought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστοῦ — σπουδαστής one who wishes well to another masc gen sg σπουδαστός that deserves to be sought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστῇ — σπουδαστής one who wishes well to another masc dat sg (attic epic ionic) σπουδαστός that deserves to be sought fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστήν — σπουδαστής one who wishes well to another masc acc sg (attic epic ionic) σπουδαστός that deserves to be sought fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστῶν — σπουδαστής one who wishes well to another masc gen pl σπουδαστός that deserves to be sought fem gen pl σπουδαστός that deserves to be sought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαστά — σπουδαστά̱ , σπουδαστής one who wishes well to another masc nom/voc/acc dual σπουδαστής one who wishes well to another masc voc sg σπουδαστής one who wishes well to another masc nom sg (epic) σπουδαστός that deserves to be sought neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OAED Vocational College shooting — Location Agios Ioannis Rentis, Athens, Greece Date Friday, April 10, 2009 Approximately 08:30 a.m.[1] (UTC+3) … Wikipedia