-
1 σποργίλος
Grammatical information: m.Meaning: a bird, probably `sparrow' (Ar. Av. 300 with allusion to a PN).Derivatives: Beside it σπέργουλος (also π-) ὀρνιθάριον ἄγριον and σπαράσιον ὄρνεον ἐμφερες στρουθῳ̃ H. Also στρουθὸς πυργίτης (Gal.; after πύργος). (Does this point to σποργ-\/( σ)πυργ-?)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation: σποργ-ίλος as ὀρχίλος, τροχίλος a. other birdnames; σπέργουλος dialectal for *σπεργ-ύλος like κηρύλος a. o. (Chantraine Form. 249 u. 251). The forms with - γ- have a counterpart in a Germ. and Balt. name of the sparrow: MHG sperke, OPr. spurglis, also spergle-wanag\<is\> `sparrow-hawk ' ("sparrow-vulture"(?). Hypothetic, partly certainly wrong attempts, to bring the different forms in a morphological system by Specht Ursprung 89, 145 f., 213. Further forms w. lit. in WP. 2, 666f., Pok. 991, W.-Hofmann s. parra; further Thompson Birds s. v. Older lit. also in Bq. -- Cf. ψάρ, σπαράσιον.Page in Frisk: 2,771-772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σποργίλος
См. также в других словарях:
φρυγίλος — ὁ, Α άγνωστο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ ίλος, σποργ ίλος, τροχ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher (e)g «γαβγίζω,… … Dictionary of Greek
πυρρούλας — ο, ΝΑ, και πύρρουλας Ν ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με … Dictionary of Greek
σποργίλος — ὁ, Α είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ ίλος / σπέργ ουλος συνδέονται με τ. τής Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό… … Dictionary of Greek
ορχίλος — ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ ίλος, τροχ ίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τής έντονης… … Dictionary of Greek
τροχίλος — ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία νεοελλ. στον πληθ. οι τρόχιλοι ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμου νεοελλ. μσν. μηχανισμός ανύψωσης βαρών,… … Dictionary of Greek