-
1 σπονδαύλης
A playing the flute at a σπονδή, CIG2915 (Magn.Mae.), 2983 ([place name] Ephesus), IG14.617 ([place name] Rhegium).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδαύλης
См. также в других словарях:
κεραταύλης — κεραταύλης, ὁ (Α) κεραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, ατος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, σπονδ αύλης] … Dictionary of Greek