-
1 σπενδοποιέωσπενδοποιέω
σπενδοποιέω, f. L. für σπονδαυλέω, σπονδεῖον, σπονδοποιέω.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σπενδοποιέωσπενδοποιέω
-
2 σπενδοποιέονται
σπενδοποιέωpres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) -
3 σπέλεκτος
σπέλεκτος· πελεκάν, Hsch. [full] σπέληξ· γυναικεῖον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον, Suid.; but σπέλληξι· σπελέθοις, Hsch. [full] σπέλιον or [full] σπέλλιον, τό, [dialect] Aeol. for ψέλιον, Sch.D.T.pp.203,504 H., An.Ox.4.326. [full] σπελλάμεναι· στειλάμεναι, Hsch. ([place name] Aeolic). [full] σπένδαμνον· ξύλον, Id. (= σφ.). [full] σπενδαυλέω, [full] σπενδεῖον, [full] σπενδοποιέω, f. ll. for σπονδ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπέλεκτος
См. также в других словарях:
σπενδοποιέονται — σπενδοποιέω pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)