-
1 σπονδύλη
-
2 σπονδύλη
A v. σφονδ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδύλη
-
3 σπονδύλη
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπονδύλη
-
4 σπόνδυλος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπόνδυλος
-
5 σφονδύλη
A an insect which lives on the roots of plants, prob. a kind of beetle, which has a strong smell when attacked, Ar. Pax 1078(hex.), cf. Arist.HA 542a10 (v.l. σπονδύλη), 604b19, Thphr. HP9.14.3.II [full] σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφονδύλη
-
6 σταφυλῖνος
-
7 σφονδυλη
-
8 σταφυλῖνος
σταφυλῖνος, ὁ u. ἡ, der Pastinak; ὁ στ., ein Insekt, von der Größe der σπονδύλη -
9 σφονδύ̄λη
σφονδύ̄ληGrammatical information: f.Meaning: `kind of earth-beetle' (Ar., Arist. [v. l. σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ' Άττικοῖς H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)Etymology: Unexplained; for the formation cf. κορδύλη, σχενδύλη a.o. With formally close σφόν-δῠλος no connection has been established. Lat. LW [loanword] sphondyle, - lum, - lium. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix - υλ-). It may have σπονδ- from *σπανδ- with ο \< α before υ.Page in Frisk: 2,832Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφονδύ̄λη
См. также в других словарях:
σπονδύλη — ἡ, Α βλ. σφονδύλη … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek
Καραντινός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής εποχής από τα Κάραντα (αρχ. Καρύανδα) της Μικράς Ασίας. 1. Θεόδωρος (τέλη 10ου αι.). Υποναύαρχος του βυζαντινού στόλου κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ του… … Dictionary of Greek