-
1 σπονδεῖον
-
2 σπονδεῖον
σπονδεῖον, τό, Gefäß, Schale zur Libation, um ein Trankopfer darzubringen -
3 σπενδοποιέωσπενδοποιέω
σπενδοποιέω, f. L. für σπονδαυλέω, σπονδεῖον, σπονδοποιέω.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σπενδοποιέωσπενδοποιέω
-
4 σπονδίον
-
5 λοιβάσιον
λοιβάσιον, τό, = λοιβεῖον, Epicharm. bei Ath. IX, 408 c, auch XI, 486 b, eigentl. ᾡ τὸ ἔλαιον ἐπισπένδουσι τοῖς ἱεροῖς, während σπονδεῖον der Becher zur Weinspende sei.
-
6 λοιβίς
-
7 λοιβάσιον
λοιβάσιον, τό, eigentl. ᾡ τὸ ἔλαιον ἐπισπένδουσι τοῖς ἱεροῖς, während σπονδεῖον der Becher zur Weinspende sei
См. также в других словарях:
σπονδεῖον — cup from which the neut nom/voc/acc sg σπονδεῖος used at a libation masc acc sg σπονδεῖος used at a libation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείον — και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῑον, τὸ, Α 1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή 2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών 3. περικοπή τού «πυθικού νόμου».… … Dictionary of Greek
σπονδεῖα — σπονδεῖον cup from which the neut nom/voc/acc pl σπονδεῖος used at a libation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείοις — σπονδεῖον cup from which the neut dat pl σπονδεί̱οις , σπονδεῖος used at a libation masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείου — σπονδεῖον cup from which the neut gen sg σπονδεί̱ου , σπονδεῖος used at a libation masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείων — σπονδεῖον cup from which the neut gen pl σπονδεί̱ων , σπονδεῖος used at a libation fem gen pl σπονδεί̱ων , σπονδεῖος used at a libation masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείῳ — σπονδεῖον cup from which the neut dat sg σπονδεί̱ῳ , σπονδεῖος used at a libation masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
фимиамник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. σπονδεῖον) сосуд для курения ладана, кадильница. … Словарь церковнославянского языка
καταστηματικός — καταστηματικός, ή, όν (Α) [κατάστημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση τού σώματος ή τής ψυχής 2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος 3. (για μουσικό μέλος ή όργανο)… … Dictionary of Greek
σπενδείον — τὸ, Α (εσφ. γρφ.) βλ. σπονδεῑον … Dictionary of Greek
σπονδήιον — τὸ, Α βλ. σπονδεῑον … Dictionary of Greek