Перевод: со всех языков на французский

с французского на все языки

σπληνός

  • 1 lien

    lĭēn, lĭēnis (lĭēnis, is), m. [*plien] la rate.    - [gr]gr. σπλήν, σπληνός -- angl. spleen.    - (Trajanus) fiscum lienem vocavit, quod eo crescente artus reliqui tabescunt, Aur. Vict.: Trajan a dit que le fisc était la rate, parce que lorsqu'il grossit le reste du corps est malade.
    * * *
    lĭēn, lĭēnis (lĭēnis, is), m. [*plien] la rate.    - [gr]gr. σπλήν, σπληνός -- angl. spleen.    - (Trajanus) fiscum lienem vocavit, quod eo crescente artus reliqui tabescunt, Aur. Vict.: Trajan a dit que le fisc était la rate, parce que lorsqu'il grossit le reste du corps est malade.
    * * *
        Lien, lienis, masc. gene. vel Lienis, huius lienis, pen. prod. Graece splên dicitur. Plaut. La rate, Ratelle.

    Dictionarium latinogallicum > lien

  • 2 splen

    splēn, ēnis, m. rate.    - [gr]gr. σπλήν, σπληνός -- angl. spleen.    - sum petulanti splene cachinno, Pers. 1, 12: j'ai la rate très excitable (j'ai la raillerie très facile).
    * * *
    splēn, ēnis, m. rate.    - [gr]gr. σπλήν, σπληνός -- angl. spleen.    - sum petulanti splene cachinno, Pers. 1, 12: j'ai la rate très excitable (j'ai la raillerie très facile).
    * * *
        Splen, splenis, m. g. Latine dicitur lien. Cels. La rate.
    \
        Petulanti splene cachinno. Pers. Un grand riard, qui rit desmesureement.

    Dictionarium latinogallicum > splen

См. также в других словарях:

  • σπληνός — σπλήν milt masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόσπληνος — ον, Α αυτός που πάσχει από νόσο τής σπλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπληνος (< σπλήν, ηνός), πρβλ. ἐπί σπληνος] …   Dictionary of Greek

  • селезенка — укр. селезiнка, сербск. цслав. слѣзена σπλήν, болг. слезен м., слезенка, слезка (Младенов 590), сербохорв. слезѝна, словен. slẹzẹ̑n ж., slẹzẹ̑na, чеш., слвц. slezina, польск. sleziona, в. луж., н. луж. sɫоzуnа. Праслав. *selezenь наряду с… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μανότης — μανότης, ητος, ἡ (Α) [μανός] 1. η χαλαρότητα, το πορώδες τής σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.) 2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα …   Dictionary of Greek

  • μυρτόσπληνον — μυρτόσπληνον, τὸ (Α) μυοσωτίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + σπλην, σπληνός] …   Dictionary of Greek

  • σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… …   Dictionary of Greek

  • σπληνίο — το / σπληνίον, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] τεμάχιο διπλωμένης αποστειρωμένης γάζας που χρησιμοποιείται για αποοπόγγιοη, αιμόσταση και επικάλυψη τραυμάτων νεοελλ. φρ. «σπληνίο μεσολοβίου» ανατ. το πίσω άκρο τού μεσολοβίου ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια τού… …   Dictionary of Greek

  • σπληνίσκος — ὁ, Α μικρός επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σπληνίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα ίτης (πρβλ. σιαγον ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σπληνοδάπανος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει τη σπλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + δαπάνη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»