-
1 σπληνιώντες
-
2 σπληνιῶντες
См. также в других словарях:
σπληνιῶντες — σπληνιάω to be splenetic pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σπληνιώντες
2 σπληνιῶντες
σπληνιῶντες — σπληνιάω to be splenetic pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)