-
1 σπιρουνιάζω
σπιρουν(ζω μετ.1) прям., перен. пришпоривать;σπιρουνιάζω τό άλογο — пришпоривать лошадь;
2) пронизывать (о холоде) -
2 пришпоривать
пришпориватьнесов, пришпорить сов σπιρουνίζω, σπιρουνιάζω. -
3 σπιρουνάρω
см. σπιρουνιάζω
См. также в других словарях:
σπιρουνιάζω — και σπηρουνιάζω και σπιρουνίζω Ν [σπιρούνι] 1. κεντώ το άλογο με το σπιρούνι 2. κεντρίζω, προτρέπω έντονα κάποιον να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
σπιρουνίζω — και σπηρουνίζω Ν βλ. σπιρουνιάζω … Dictionary of Greek
σπιρουνίζω — και σπιρουνιάζω σπιρούνισα, κεντώ με τα σπιρούνια: Σπιρούνισε το άλογο και έφυγε καλπάζοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερνοκοπώ — φτερνοκόπησα 1. χτυπώ κάτι με τη φτέρνα, δίνω φτερνιά (βλ. λ.), ποδοπατώ, ιδίως χτυπώ το έδαφος με τη φτέρνα, ποδοκροτώ, κάνω θόρυβο σε θέατρο με το χτύπημα των φτερνών στο έδαφος σε ένδειξη αποδοκιμασίας. 2. χτυπώ με το φτερνιστήρι, με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)