-
1 σπίνος
σπίνος, ὁ, ein kleiner Vogel; Ar. Pax 1115 Av. 1079; nach seiner piependen seinen Stimme benannt, auch zu Markte gebracht und gegessen, nach Einigen der Zeisig, nach Andern der Finke, = σπίζα, der noch jetzt auf Chios σπίνος heißt; Arat. 1024; Ael. H. A. 4, 60; Ath. II, 65, wo aus Eubul. com. eine Stelle angeführt ist. – Bei Arist. mirab. 41 u. Theophr. eine Steinart, die sich durch Wasser entzündet, vielleicht Alaunschiefer.
-
2 σπίνος
-
3 σπινός
-
4 σπινός
-
5 σπινίδιον
-
6 σπίγγος
-
7 σπίνα
См. также в других словарях:
σπινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίνος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις … Dictionary of Greek
σπινός — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις … Dictionary of Greek
σπίνος — ο είδος πουλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπίνω — σπίνος stone masc nom/voc/acc dual σπίνος stone masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινούς — σπινός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίνοι — σπίνος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίνοις — σπίνος stone masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίνον — σπίνος stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίνου — σπίνος stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)